Η Ελλάδα έχει θέσει την πράσινη μετάβαση στο επίκεντρο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» και στο προσεχές διάστημα θα παρουσιάσει και τον πρώτο εθνικό κλιματικό νόμο, επεσήμανε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας στο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο κ. Σκρέκας τόνισε ότι η χώρα μας υιοθέτησε ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης για τον βιώσιμο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και υποστήριξε ότι στηρίζει έμπρακτα τον νέο στόχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση κατά τουλάχιστον 55% των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου και υπενθύμισε ότι έχει ήδη θέσει στο ισχύον Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα τον στόχο μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 56% έως το 2030 σε σχέση με το 2005.
Αναφορικά με την τροποποίηση του Κανονισμού 347/2013 για τα Διευρωπαϊκά Δίκτυα στον τομέα της ενέργειας η οποία κατέληξε σε συμφωνία των κρατών μελών επί της πρότασης γενικής προσέγγισης της Πορτογαλικής Προεδρίας, ο κ. Σκρέκας σημείωσε πως η πρόταση κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες και τα σημεία εκκίνησης των κρατών - μελών, ώστε να μη μείνει κανείς πίσω στην επίτευξη του στόχου μιας κλιματικά ουδέτερης Ευρώπης έως το 2050.
«Είναι θετικό ότι περιλαμβάνεται η αναπροσαρμογή του δικτύου για την ανάμειξή του με φυσικό αέριο και υδρογόνο, για μια αυστηρά προσδιορισμένη μεταβατική περίοδο», ανέφερε ο Υπουργός, ενώ τόνισε την ανάγκη να υπάρξουν προβλέψεις για την ένταξη σχετικών έργων στον Κατάλογο PCI.
Επιπρόσθετα, ο κ. Σκρέκας υποστήριξε την αναγκαιότητα συμπερίληψης των Έργων Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος (PMI) με τρίτες χώρες και σημείωσε, επίσης, πως η τροποποίηση του κανονισμού θα δώσει τη δυνατότητα στην Κύπρο και τη Μάλτα να ολοκληρώσουν τα απαραίτητα έργα ώστε να συνδεθούν με το διευρωπαϊκό δίκτυο, ενώ τα εν λόγω έργα θα απολαμβάνουν όλα τα σχετικά δικαιώματα εκ του Κανονισμού, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα για πρόσβαση στο μέλλον σε νέες αγορές ενέργειας, όπως το υδρογόνο.
Αναφορικά με την ευρωπαϊκή στρατηγική για το υδρογόνο, ο Υπουργός σημείωσε πως «η ανάπτυξη ενός δυναμικού πλαισίου για τη μελλοντική αγορά υδρογόνου, σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο» και υποστήριξε πως «είναι σημαντικό να αποφευχθεί η υπερβολική ρύθμιση της αγοράς».
Ο κ. Σκρέκας ανέφερε ότι «ένα ρεαλιστικό ρυθμιστικό πλαίσιο θα πρέπει να αναγνωρίζει έναν σημαντικό βαθμό ευελιξίας στα κράτη - μέλη, προσφέροντας παράλληλα επιπρόσθετα κίνητρα για την ανάπτυξη τεχνολογικών καινοτομιών με στόχο την ανάπτυξη εφοδιαστικών αλυσίδων μεγάλης προστιθέμενη αξίας».
Ο κ. Σκρέκας εκτίμησε πως η αναπροσαρμογή των δικτύων θα είναι αναπόφευκτα η βασική επιλογή κατά την πρώτη δεκαετία της ευρωπαϊκής οικονομίας του υδρογόνου, ιδίως για τις χώρες που βρίσκονται σε διαδικασία σταδιακής απολιγνιτοποίησης της ηλεκτροπαραγωγής τους, όπως η Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Υπουργός επισήμανε ότι «το ρυθμιστικό πλαίσιο που θα αναπτυχθεί έχει πολλά να δανειστεί από το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς φυσικού αερίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Οι Υπουργοί Ενέργειας αναγνώρισαν τον σημαντικό ρόλο της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων στην επίτευξη του στόχου μείωσης εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου.
Στο πλαίσιο των εργασιών της Συνόδου, οι Υπουργοί υιοθέτησαν το σχέδιο Συμπερασμάτων του Συμβουλίου για το «Κύμα Ανακαινίσεων», υπογραμμίζοντας τα πολλαπλασιαστικά οφέλη που θα έχει τόσο σε περιβαλλοντικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας.
Τέλος, οι Υπουργοί Ενέργειας ενημερώθηκαν για τις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα των εξωτερικών ενεργειακών σχέσεων της Ένωσης καθώς και για το πρόγραμμα εργασιών της Σλοβενικής Προεδρίας.
Στη Σύνοδο, η οποία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή στο Λουξεμβούργο, είχε στα κύρια θέματα της ατζέντας της Συνόδου την αναθεώρηση του Κανονισμού για τα Διευρωπαϊκά Δίκτυα στον τομέα της ενέργειας, την ευρωπαϊκή στρατηγική για το υδρογόνο, το νέος στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση κατά τουλάχιστον 55% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030, καθώς και την αποδοχή του σχεδίου συμπερασμάτων του Συμβουλίου σχετικά με το «Κύμα Ανακαινίσεων».