Οι δηλώσεις του Μητροπολίτη Δωδώνης περί βιασμού που είναι πάντα συναινετικός και περί εγκυμοσύνης που έρχεται μόνο όταν μια γυναίκα συναινεί είναι υπεράνω σχολιασμού.
Τους «απαντά» η βιολογία, ο κοινός νους, η κοινωνική συνείδηση και ο σεβασμός στον άνθρωπο - που δεν αρκεί κάποιος να τον δηλώνει και που κάθε άλλο παρά είναι αυτονόητος για ανθρώπους που επικαλούνται τη θρησκεία καταπατώντας το νόημά της Κυρίως, τις δηλώσεις αυτές τις έβαλε ήδη «στη θέση τους» η έγκυρη και σαφής ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου: πράγματι είναι «απαράδεκτες και προσβλητικές» και ορθά η επίσημη Εκκλησία επικαλείται το «ανθρώπινο της πρόσωπο», λέει ότι αντιμετωπίζει τη γυναίκα ως «ισότιμη με τον άνδρα» και ότι τη θεωρεί άξια προστασίας «απέναντι σε κάθε μορφής κακοποίηση».
Τέλος, συναγερμού, λοιπόν; Όχι, ακριβώς. Γιατί, «πίσω από τις γραμμές», δηλαδή τις ίδιες τις δηλώσεις και το περιεχόμενό τους, ελλοχεύουν ορισμένα ανησυχητικά, και πιο «δομικά», στοιχεία. Μακάρι η ομόφωνη καταδίκη των δηλώσεων να αποτελέσει αφορμή για βαθύτερη αλλαγή στάσης, και όχι μόνο της Εκκλησίας, έναντι της βίας κατά των γυναικών και διακρίσεων εις βάρος των γυναικών.
Το πρώτο που δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο είναι ότι των «απαράδεκτων» δηλώσεων είχε προηγηθεί - κάποιοι θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι σε αυτή την πρωτοβουλία «πάτησαν» οι δηλώσεις - περί πανελλήνιου κηρύγματος κατά των αμβλώσεων, σε όλες τις εκκλησίες της χώρας και σε δήλη μέρα (8 Σεπτεμβρίου).
Όμως οι αμβλώσεις δεν είναι αρμοδιότητος Εκκλησίας: είναι «αρμοδιότητας» της κάθε γυναίκας χωριστά, άντε και του συντρόφου της, και, από τις συντεταγμένες εξουσίες, να κρίνουν περί αυτών δικαιούνται μόνο η νομοθετική και η δικαστική (είδαμε βέβαια πρόσφατα στις ΗΠΑ πού μπορεί να οδηγήσει τους δικαστές ο θρησκευτικός φανατισμός). Ένα «κήρυγμα κατά των αμβλώσεων» γίνεται εξ ορισμού καθ'υπέρβαση εξουσίας κι επιπλέον δεν μπορεί (αφού είναι προγραμματικά «κατά») παρά να αποτελεί ένα κήρυγμα μίσους. Το οποίο ο νόμος όχι μόνο απαγορεύει αλλά τιμωρεί ως ποινικό αδίκημα.
Το δεύτερο που κάνει εντύπωση είναι η χρήση της τηλεόρασης για τις δηλώσεις που ξεπέρασαν το μέτρο, καθώς και η «πολιτική», σχεδόν αγοραία, εκφορά του λόγου: «μην τρελαθούμε τώρα» (σα να αναγγέλλεται μια αυτονόητη και κοινής αποδοχής «αλήθεια», ακριβώς όπως κάνουν οι λαϊκιστές πολιτικοί όταν θέλουν να «πουλήσουν» την όλο και πιο παράλογη «πραμάτεια» τους). Μακριά από το λόγο και το ήθος της Εκκλησίας, μακριά από την αίσθηση του ρόλου της Εκκλησίας.
Αναρωτιέται τέλος κανείς πώς αντιλαμβάνονται ορισμένοι εκκλησιαστικοί κύκλοι την παιδαγωγική αποστολή τους. Πώς βοηθά τον άνθρωπο να έρθει κοντά στο Θεό, η υπόδειξη συμπεριφοράς εντός του πιο στενού πυρήνα της προσωπικής ζωής; Σε τι εξυψώνει ο χωρισμός του ανθρώπινου γένους με βάση το φύλο; Σε ποιο κοινό καλό συμβάλλει η έμμεση προτροπή προς την Πολιτεία για το πώς να ρυθμίσει θέματα που έχει ήδη ρυθμίσει η κοινωνική συμβίωση και η ίδια η ζωή;
Συμπέρασμα: το αίτημα υγιούς και συμφωνημένου χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας παραμένει πιο επίκαιρο παρά ποτέ.
* O Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής