Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΠΟΥ, οι συνολικοί θάνατοι της πανδημίας από την αρχή του 2020 έως και το τέλος του 2021 ανέρχονται σε 14,9 εκατ. ζωές που χάθηκαν είτε έμμεσα είτε άμεσα εξαιτίας του κορονοϊού.Αυτοί οι θάνατοι που χαρακτηρίζονται ως πλεονάζουσα θνησιμότητα δεν αποτυπώνουν μόνο τον τεράστιο αντίκτυπο της πανδημίας, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη όλα τα κράτη να επενδύσουν στην αύξηση της ανθεκτικότητας των συστημάτων υγείας ώστε οι υπηρεσίες περίθαλψης να μπορούν να ανταποκριθούν-ακόμα και σε εποχές υγειονομικών κρίσεων επισημαίνει ο Dr Tedros Adhanom Ghebreyesus, Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. WHO Director-General.
Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση και βελτίωση των συστημάτων πληροφοριών, ώστε να αυξηθεί η παραγωγή δεδομένων που θα συμβάλλει στη λήψη σωστότερων αποφάσεων, ενώ μεγάλη πληγή παραμένουν τα ανθεκτικά μικρόβια, με τα νοσοκομεία αμελητέου ποσοστού κρατών (κάτω του 4%) να πληρούν τις προδιαγραφές για την ύπαρξη προγραμμάτων ελέγχου της διασποράς των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων.
Από τη συλλογή των δεδομένων υπολογίζεται και η πλεονάζουσα θνησιμότητα, ως η διαφορά των συνολικών θανάτων που έχουν καταγραφεί μείον τους θανάτους που θα είχαμε απουσία της πανδημίας-και οι οποίοι υπολογίζονται βάσει των προηγούμενων ετών. Στους θανάτους εξαιτίας τις πανδημίας συνυπολογίζονται οι θάνατοι από κορονοϊό, μαζί με τους θανάτους σε non covid περιστατικά που ωστόσο δεν είχαν την πρέπουσα ιατρική φροντίδα ή δεν είχαν πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα, λόγω της ασφυκτικής πίεσης που άσκησε η πανδημία στα Συστήματα Υγείας. Σε κάποιες περιπτώσεις το πρόσημο μπορεί να είναι και θετικό, δηλαδή να αποφευχθούν θάνατοι από αυτοκινητιστικά για παράδειγμα-καθώς μειώνεται η κυκλοφορία των οχημάτων στους δρόμους.
Το 84% της πλεονάζουσας θνησιμότητας καταγράφεται στις χώρες της Ν.Α. Ασίας, της Ευρώπης και στις ΗΠΑ, με το 68% των θανάτων αυτών να συγκεντρώνονται σε 10 χώρες. Οι χώρες μέσου εισοδήματος διεκδικούν το 81% των 14,9 εκατ. θανάτων, με το 53% να καταγράφεται στις χώρες χαμηλού προς μέσου εισοδήματος, το 28% σε χώρες μέσου προς ανώτερου εισοδήματος. Στις χώρες υψηλού εισοδήματος καταγράφεται το 15% των θανάτων ενώ στις χώρες χαμηλού εισοδήματος το 4%.
Διαφορά υπάρχει στην πλεονάζουσα θνησιμότητα και ανάλογα με το φύλο, με το 57% των θανάτων να αφορούν άνδρες και το 43% γυναίκες. Επίσης, περισσότερα είναι τα θύματα προχωρημένης ηλικίας. Λόγω της μειωμένης καταγραφής θανάτων που σχετίζονται με την πανδημία και τη δυσκολία που υπάρχει στην επιτήρηση της θνησιμότητας, ο αληθινός αντίκτυπος της πανδημίας του κορονοϊού σε πολλά κράτη παραμένει κρυφός. Η συλλογή δεδομένων και σωστών καταγραφών αποτελεί προϋπόθεση για τη χάραξη σωστών πολιτικών υγείας επισημαίνει η δρ. Samira Asma, υποδιευθύντρια στον τομέα δεδομένων και Ανάλυσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Assistant Director-General for Data, Analytics and Delivery, WHO).
Τα δεδομένα αποτελούν τη βάση της δουλειάς μας, για να βελτιώσουμε τη δημόσια υγεία, να κρατήσουμε τον κόσμο ασφαλή και να εξυπηρετήσουμε τις ανάγκες των ευάλωτων συνανθρώπων μας, προσθέτει ο Dr Ibrahima Socé Fall,Υποδιευθυντής για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων (Assistant Director-General for Emergency Response). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνεργάζεται με άλλους φορείς για τη δημιουργία ενός διεθνούς δικτύου, που θα συντονίσει τα απανταχού συστήματα καταγραφής δεδομένων και θα δημιουργήσει μια βάση καταγραφής της πλεονάζουσας θνησιμότητας, ώστε να υπολογιστεί με ακρίβεια ο αντίκτυπος της πανδημίας στα συστήματα υγείας και χτιστούν με χειρουργικές παρεμβάσεις τα ενισχυμένα συστήματα υγείας που θα αντέχουν σε τέτοιας έκτασης υγειονομικές κρίσεις.
Ο ρόλος των ανθεκτικών μικροβίων στην αποδυνάμωση των συστημάτων υγείας και στην πλεονάζουσα θνησιμότητα
Μελέτη του ΠΟΥ φανερώνει πως οι καλές πρακτικές υγιεινής όπως το σωστό και τακτικό πλύσιμο των χεριών βοηθούν κατά 70% στην πρόληψη της διασποράς των μικροβίων και κατ’ επέκταση συμβάλλουν καθοριστικά στην πρόληψη και τον έλεγχο των μικροβιακών λοιμώξεων. Στην εποχή μας, στους 100 ασθενείς που νοσηλεύονται στα νοσοκομεία στην Εντατική και σε Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας, επτά ασθενείς στα κράτη υψηλού εισοδήματος και 15 ασθενείς στα κράτη χαμηλού προς μέτριου εισοδήματος θα μολυνθούν τουλάχιστον με ένα νοσοκομειακό μικρόβιο κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους. Κατά μέσο όρο ένας στους νοσηλευόμενους ασθενείς που θα εκτεθούν σε νοσοκομειακή λοίμωξη θα πεθάνουν εξαιτίας της. Πιο ευάλωτοι είναι οι διασωληνωμένοι ασθενείς στις ΜΕΘ και τα νεογνά, με την έρευνα του ΠΟΥ να αποκαλύπτει ότι ένα στα τέσσερα νοσηλευόμενα περιστατικά σήψης και σχεδόν το 50% των περιστατικών σήψης με οργανική ανεπάρκεια που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ σχετίζονται με τη διασπορά ενδονοσοκομειακού μικροβίου.
Ο αντίκτυπος των νοσοκομειακών λοιμώξεων και των ανθεκτικών μικροβίων στη ζωή μας είναι ανυπολόγιστος. Ένας στους τέσσερις ασθενείς που νοσηλεύεται με σήψη και το 52,3% των ασθενών με σήψη που βρίσκονται σε ΜΕΘ πεθαίνουν κάθε χρόνο, με τους θανάτους των νοσηλευόμενων ασθενών να 3πλασιάζονται όταν στις λοιμώξεις εμπλέκονται ανθεκτικά στα αντιβιοτικά μικρόβια. Η σύγκριση των δεδομένων του 2017-19 με το 2021-22 δείχνει ότι δεν αυξήθηκε το ποσοστό των κρατών που διαθέτουν εθνικό πρόγραμμα πρόληψης κι ελέγχου λοιμώξεων. Στη διετία 2021-2022μόνο 4 από τις 106 εποπτευόμενες χώρες (3,8%) πληρούν τις μίνιμουμ προϋποθέσεις για πρόγραμμα πρόληψης των λοιμώξεων σε εθνικό επίπεδο.
Οι πρακτικές που εφαρμόζονται στα νοσοκομεία δεν είναι επαρκείς, με μόνο το 15,2% των δομών υγείας να πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για ένα τέτοιο πρόγραμμα σε διεθνές επίπεδο, σύμφωνα με προγενέστερη έκθεση του ΠΟΥ, όπου υλοποιήθηκε ακριβώς πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ Dr Tedros Adhanom Ghebreyesus την τελευταία διετία έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος καθώς έχει ξεκινήσει η επιτήρηση των νοσοκομειακών λοιμώξεων και καθιερώνονται βέλτιστες πρακτικές για την υγιεινή των χεριών. Στην Ελλάδα το πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής στα νοσοκομεία είναι τεράστιο και αντικατοπτρίζεται στον βασικό νοσοκομειακό «φονιά» τον μύκητα Candida auris και σε μια σειρά Gram αρνητικά μικρόβια που φέρουν σημαντικό μέρος της ευθύνης για την πλεονάζουσα θνησιμότητα στα χρόνια του κορονοϊού.