Σημαντική αύξηση σημείωσαν οι αφίξεις προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα τους πρώτους εννιά μήνες του 2019, ενώ οι αφίξεις διά θαλάσσης αυξήθηκαν κατά 54%. Μάλιστα, οι αφίξεις κορυφώθηκαν τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2019, καθώς τον Αύγουστο έφτασαν περισσότερα από 9.300 άτομα και τον Σεπτέμβριο 12.500 άτομα.
Όπως καταγράφει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην έκθεσή της με τίτλο «Ταξίδια απελπισίας», που δημοσιεύεται σήμερα, από τον Ιανουάριο ως τον Σεπτέμβριο 2019 έφτασαν στην Ελλάδα 46.100 άτομα από ξηρά και θάλασσα και 36.141 μόνο δια θαλάσσης. Το ίδιο διάστημα του 2018 οι αφίξεις ήταν 37.300 και από ξηρά και από θάλασσα και 23.419 μόνο από τη θάλασσα.
Αντίθετα, οι αφίξεις στα χερσαία σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας μειώθηκαν κατά 30% σε σχέση με πέρυσι, μείωση που σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία «φαίνεται να οφείλεται στην αύξηση των προληπτικών μέτρων και στις δύο πλευρές των συνόρων, συμπεριλαμβανομένων των άτυπων αναγκαστικών επιστροφών (push-backs) από την Ελλάδα». Ο διεθνής οργανισμός έχει εκφράσει «επανειλημμένως στις ελληνικές αρχές τις ανησυχίες του σχετικά με τους ισχυρισμούς για άτυπες αναγκαστικές επιστροφές, συμπεριλαμβανομένων αρκετών περιστατικών πιθανής επαναπροώθησης, με αναφορές για επιστροφή ατόμων που ζητούσαν διεθνή προστασία».
Οι περισσότεροι άνθρωποι που φτάνουν παράτυπα στην Ελλάδα προσπαθούν να ξεφύγουν από συρράξεις, διώξεις και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, όσοι φτάνουν μέσω θαλάσσης προέρχονται κυρίως από το Αφγανιστάν και τη Συρία, καθώς και από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το Ιράκ και την Παλαιστίνη.
Οι νέες αφίξεις προσφύγων και μεταναστών έχουν δημιουργήσει περαιτέρω πιέσεις στα ήδη υπερπλήρη κέντρα υποδοχής των ελληνικών νησιών, ιδίως στη Σάμο και τη Λέσβο, σημειώνει ο διεθνής οργανισμός. Ως τις 30 Σεπτεμβρίου, βρίσκονταν στα νησιά σχεδόν 30.700 πρόσφυγες και μετανάστες, από τους οποίους οι 25.900 στα πέντε κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης (ΚΥΤ), αριθμός σχεδόν πενταπλάσιος της μέγιστης χωρητικότητάς τους (5.400). Η πρόσβαση σε ιατρική και ψυχοκοινωνική στήριξη στα ΚΥΤ είναι πολύ περιορισμένη λόγω του πολύ μικρού αριθμού επαγγελματιών υγείας και κοινωνικών λειτουργών που παρέχει το κράτος. Στο ΚΥΤ της Μόριας ως τον Σεπτέμβριο του 2019 υπήρχαν μόνο δύο κρατικοί γιατροί διαθέσιμοι για την εξυπηρέτηση των 12.000 ατόμων. Την ίδια ώρα οι χώροι φιλοξενίας της ηπειρωτικής Ελλάδας έχουν αγγίξει τα όρια της χωρητικότητάς τους, «αφήνοντας αποκλεισμένους στα νησιά χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι αναμένουν επί μήνες τη μεταφορά τους».
Στην Ελλάδα έφτασαν μέσω θαλάσσης περισσότερα από 12.900 παιδιά, μεταξύ των οποίων 2.100 ασυνόδευτα ή χωρισμένα από την οικογένειά τους. Η πλειονότητά τους προέρχεται από το Αφγανιστάν, τη Συρία και το Ιράκ. Όπως επισημαίνει η Ύπατη Αρμοστεία, έως τα τέλη Σεπτεμβρίου «τα περισσότερα ασυνόδευτα παιδιά στην Ελλάδα εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε ακατάλληλες συνθήκες στέγασης». Από τα 4.600 ασυνόδευτα και χωρισμένα από την οικογένειά τους παιδιά μόνο το 26% είχε στέγαση κατάλληλη για την ηλικία του. Ο διεθνής οργανισμός απευθύνει έκκληση στα ευρωπαϊκά κράτη να ανοίξουν θέσεις για τη μετεγκατάσταση των παιδιών ως μια χειρονομία αλληλεγγύης και να επιταχύνουν τις μεταφορές για τα παιδιά που πληρούν τα κριτήρια για οικογενειακή επανένωση.
Συνολικά στην Ευρώπη οι αφίξεις διαμέσου των οδών της Μεσογείου σημείωσαν πτώση. Περίπου 80.800 πρόσφυγες και μετανάστες έφτασαν στην Ευρώπη τους πρώτους εννιά μήνες του 2019, αριθμός μειωμένος κατά 21% σε σχέση με το 2018. Πάνω από το 28% όσων έφτασαν στην Ευρώπη είναι παιδιά, ποσοστό ελαφρώς υψηλότερο του αντίστοιχου πέρυσι. Η Ελλάδα έχει δεχτεί την πλειοψηφία των αφίξεων προσφύγων και μεταναστών και οι αφίξεις ήταν περισσότερες από όσες στην Ισπανία (23.200), την Ιταλία (7.600), τη Μάλτα (2.700) και την Κύπρο (1.200) μαζί. Στην Κύπρο συνεχίζεται η ανοδική τάση του αριθμού των νέων αιτήσεων ασύλου, με αποτέλεσμα να έχει λάβει τις περισσότερες κατά κεφαλήν αιτήσεις στην ΕΕ. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2019 υποβλήθηκαν περίπου 6.600 νέες αιτήσεις ασύλου.
Σύμφωνα με την έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας, ως σήμερα το 2019 πιστεύεται ότι έχουν χάσει τη ζωή τους ή αγνοούνται στη Μεσόγειο περίπου 1.041 άτομα, αριθμός μειωμένος κατά 43% σε σχέση με το ίδιο διάστημα το 2018. Η διαδρομή από τη Λιβύη στην Ευρώπη παραμένει η πιο θανατηφόρα, καθώς το 63% των θανάτων στη θάλασσα καταγράφηκαν εκεί. Άλλα 315 άτομα πιστεύεται ότι έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα μεταξύ Βόρειας Αφρικής και Ισπανίας και άλλα 66 άτομα μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας ή Κύπρου.