Κάποτε είχε λεχθεί ότι «είμαστε Έθνος ανάδελφον». Είναι μια μεγάλη αλήθεια που επιβεβαιώνεται κάθε μέρα. Για άλλους λόγους, ίσως, σε σχέση με εκείνους για τους οποίους είχε λεχθεί η φράση αυτή, αλλά πάντως έτσι συμβαίνει.
Δείτε τις διαφορές μεταξύ των κομμάτων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη Γερμανία, οι Σοσιαλδημοκράτες τάσσονται υπέρ του κοινωνικού κράτους, οι Πράσινοι υπέρ των θαρραλέων πολιτικών για το περιβάλλον, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη. Στη Βρετανία, αρκετές πολιτικές δυνάμεις ήταν υπέρ του Brexit, άλλες εναντίον. Στη Γαλλία, υπάρχουν δυνάμεις πιο ανεκτικές απέναντι στη μετανάστευση και άλλες που είναι πιο σκληρές.
Δεν θέλω να πω, φυσικά, ότι τέτοιου είδους διαφορετικές απόψεις δεν εκφράζονται και στην Ελλάδα. Αλίμονο! Δείτε, όμως, τι παρατηρείται στην Ελλάδα στο πλαίσιο μιας «καταπληκτικής», ενίοτε και εξωφρενικής μοναδικότητας:
- Οι ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών τάσσονται, στο πλαίσιο μιας «προοδευτικής» μάλιστα αντίληψης, εναντίον της αξιολόγησης. Προσέξτε: Όχι της αξιολόγησης σε ατομική βάση, αλλά της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων. Τι και αν γίνεται σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες; Τι και αν δεν θα έχει κάποια δυσμενή συνέπεια για τους ίδιους, αλλά θα χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο βελτίωσης της εκπαίδευσης; Εκείνοι είναι απέναντι. Το ίδιο και όλα τα κόμματα που θεωρούν τους εαυτούς τους μέρος του «προοδευτικού τόξου». Και το κάνουν αυτό έχοντας απέναντι και τους μισούς τουλάχιστον ψηφοφόρους τους όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Γιατί επιμένουν; Βγάλτε άκρη!
- Πάρτε τον αυθαίρετο χώρο που έχτισαν αντεξουσιαστές μέσα στο Πολυτεχνείο, ή τον ξυλοδαρμό φοιτητή της ΑΣΟΕΕ από ομάδα αγνώστων επειδή έχει διαφορετικές με αυτούς πολιτικές απόψεις. Και, σκεφτείτε τι θα συνέβαινε, αν όλα αυτά τα είχε κάνει η Χρυσή Αυγή. Θα είχαν, φυσικά, καταδικαστεί από την πρώτη στιγμή και από όλους. Και δικαίως. Διότι όλα αυτά είναι εξωφρενικές ενέργειες. Στις περιπτώσεις αυτές όμως, που οι συγκεκριμένες ενέργειες έγιναν από ακτιβιστές της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, δεν υπήρξε σχεδόν καμία ενόχληση. Διότι, προφανώς, θεωρείται ότι αυτό το τμήμα της αριστεράς, όπως και το σύνολο της αριστεράς, έχει περάσει από την «κολυμβήθρα του Σιλωάμ»!
- Τρίτο παράδειγμα: Η απεργία πείνας του Κουφοντίνα. Εάν είχε κάνει απεργία πείνας κάποιος της Χρυσής Αυγής, ο Μιχαλολιάκος ή ο Ρουπακιάς, και ζητούσε να αποφυλακιστεί, άραγε δεν θα είχε ξεσηκωθεί ένα κύμα δίκαιας αγανάκτησης, ακόμη και με το αίτημα της αποφυλάκισης; Στην περίπτωση Κουφοντίνα, όμως, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έκανε «σημαία» του την υπόθεση, πέρα από κάθε λογική και έχοντας, και πάλι απέναντι τους μισούς και πάνω ψηφοφόρους του!
- Τέταρτο παράδειγμα: Πριν λίγες μέρες αναδείχθηκε το θέμα με τις εκκρεμείς συντάξεις χηρείας του ΝΑΤ. Όταν επισήμανα το αυτονόητο, παίρνοντας το μέρος των γυναικών που είχαν χάσει τους άντρες τους και που το κράτους τις ταλαιπωρεί χρόνια τώρα, χωρίς να τους δίνει τη σύνταξη- σημειώνοντας μάλιστα ότι έχει περάσει σχετικός νόμος για αυτό και πρέπει απλώς να διαβαστεί και να εφαρμοστεί από τους υπαλλήλους- 50 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ πήραν το μέρος, όχι των αδικημένων γυναικών- ζητώντας ίσως εξηγήσεις από την κυβέρνηση γιατί ο νόμος πέρασε μόνο τώρα και όχι κάποιους μήνες νωρίτερα- αλλά πήραν το μέρος των υπαλλήλων που δεν έδιναν τις συντάξεις! Δηλαδή, μεταξύ πολύ λίγων, δεκάδων ή έστω εκατοντάδων υπαλλήλων και 6,5 εκατομμυρίων ασφαλισμένων και συνταξιούχων, η «προοδευτική» αξιωματική αντιπολίτευση πήρε το μέρος των πρώτων!
Όλα αυτά έρχονται να αποδείξουν το «ανάδελφον» του Έθνους μας που λέγαμε στην αρχή. Έρχονται να καταδείξουν ότι στην Ελλάδα πρέπει να δίνεις συνεχώς μάχες για το αυτονόητο. Μάχες με αυτούς που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και αδιαφορούν για τη μεγάλη πλειονότητα των ανυπεράσπιστων Ελλήνων, προκειμένου να υπερασπιστούν συντεχνίες ή ακόμη και αραχνιασμένα δόγματα. Και το κάνουν μάλιστα αυτό πολύ συχνά επιστρατεύοντας μία τοξικότητα η οποία «δηλητηριάζει» τη δημόσια σφαίρα.
Είναι, άραγε, προοδευτικό να μην αντιδρά κανείς απέναντι σε αυτά που έγιναν στο Πολυτεχνείο και στην ΑΣΟΕΕ;
Είναι, άραγε, σύγχρονη αντίληψη η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στην περίπτωση Κουφοντίνα και μάλιστα κόντρα στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης;
Είναι φιλολαϊκή προσέγγιση να τάσσονται 50 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ με λίγους δημοσίους υπαλλήλους και ενάντια στα εκατομμύρια των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων;
Είναι προφανές ότι, με αυτή της τη στάση, η αντιπολίτευση βλάπτει τον εαυτό της. Διότι αποξενώνεται από μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Βλάπτει όμως και τον τόπο. Διότι, ενώ θα έπρεπε να είναι προσηλωμένη σε μια πολιτική κριτική απέναντι στην κυβέρνηση και την πολιτική της (φόροι, ιδιωτικοποιήσεις, κοινωνική, περιβαλλοντική πολιτική κ.ο.κ.) από τη δική της φυσικά σκοπιά, εκείνη επικεντρώνεται είτε σε δόγματα που χαρακτήριζαν το ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήταν απλώς ένα μικρό κόμμα της αριστεράς, είτε στην κάλυψη απαράδεκτων αντιλήψεων και συμπεριφορών οι οποίες απλώς ταλαιπωρούν το κοινωνικό σύνολο, τους ανυπεράσπιστους Έλληνες, τους αδύνατους.
Τι άλλο είναι, παρά συνηγορία υπέρ της αδιαφάνειας, της αναξιοκρατίας και των χαμηλών επιδόσεων στην εκπαίδευση, η στήριξη της προσπάθειας να μην εφαρμοστεί η αξιολόγηση στις σχολικές μονάδες;
Τι άλλο είναι, παρά στήριξη ενός νοσηρού κλίματος στα πανεπιστήμια, η απουσία μιας ριζικής, κατηγορηματικής και δραστικής καταδίκης φαινομένων που μας διακρίνουν από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπως είναι η βία και ο ετσιθελισμός στα πανεπιστήμια;
Και, τι άλλο είναι, παρά αγνόηση των συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου, το να τάσσεται κανείς υπέρ της όποιας συμπεριφοράς υπαλλήλων του ΕΦΚΑ, απλώς και μόνο διότι πρόκειται για δημόσιους υπαλλήλους; Όταν ακόμη και οι «κολλημένοι» με το Δημόσιο, θα έπρεπε να θυμούνται ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να αποβαίνει βασανιστική για άλλους δημοσίους υπαλλήλους ή έστω συνταξιούχους του Δημοσίου. Ούτε τα δόγματα τους δεν μπορούν να υπηρετήσουν δηλαδή τελικά, με αυτή την στενόμυαλη και παραπάνω από δογματική αντιπολίτευση!
Σε ένα δημοκρατικό καθεστώς δεν είναι μόνο ανεκτό, αλλά και επιβαλλόμενο να υπάρχουν πολιτικές διαφορές σε πολλά θέματα. Δεν μπορεί όμως σε μία χώρα όπως είναι η Ελλάδα, η οποία έχει ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία από μία πολύ μεγάλη κρίση, να αναλώνεται ένα πολύ μεγάλο μέρος, όχι μόνο του δημόσιου διαλόγου, αλλά και των προσπαθειών που καταβάλει η κυβέρνηση και η Δημόσια Διοίκηση, για την επικράτηση του αυτονόητου. Πολιτικών, δηλαδή, που είναι αποδεκτές τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά σε όλο τον κόσμο και, πάντως, σε όλες τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης!
Οι Έλληνες είναι προφανές ότι έχουμε τις ιδιαιτερότητές μας, όπως και κάθε λαός. Σίγουρα είμαστε περήφανοι για πολλές από αυτές: Το φιλότιμο, τη φιλοξενία, το επιχειρηματικό δαιμόνιο. Επίσης, όμως, είναι σίγουρο ότι πρέπει να κλείσουμε με αυτό το κεφάλαιο της παραδοξότητας. Το να παίζουμε δηλαδή «πετροπόλεμο» για πράγματα τα οποία μπορούν να διευθετηθούν, κοιτώντας απλώς τι συμβαίνει στις άλλες προηγμένες χώρες. Και αυτοί που πρέπει να το κλείσουν πρώτα απ’όλα είναι αυτοί που θεωρούν τους εαυτούς τους «προοδευτικούς» και κάνουν ό,τι μπορούν για να δείξουν ότι είναι, όχι μόνο φορείς μιας τοξικής πολιτικής συμπεριφοράς, αλλά και δογματικοί υποστηρικτές ανήκουστων για προηγμένες χώρες αντιλήψεων!