Σε χώρες σεισμογενείς, όπως η δική μας, τα μικρά παιδιά στα σχολεία είναι συνηθισμένα σε ασκήσεις ετοιμότητας για σεισμούς. Σε κάθε σχολείο των ΗΠΑ, γίνονται τακτικές ασκήσεις ετοιμότητας για επιθέσεις ενόπλων, σημάδι ίσως ότι το φαινόμενο αυτό έχει λάβει διαστάσεις φυσικής καταστροφής αντί για κοινωνικό πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί στο στάδιο της πρόληψης.
Για κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με την αμερικανική κοινωνία ή τα πολιτικά δρώμενα στις ΗΠΑ αυτό μοιάζει εξαιρετικά περίεργο και τραγικά περιστατικά σαν το προχθεσινό στο δημοτικό σχολείο Robb, στο Uvalde του Texas φυσικά προκαλούν την απορία στην Ευρώπη, πώς είναι δυνατόν να μη λαμβάνονται μέτρα για τον περιορισμό της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ. Εξάλλου, όταν κάτι παρόμοιο συνέβη στο δημοτικό σχολείο Dunblane στη Σκωτία το 1996, σχεδόν αμέσως μετά άλλαξε ριζικά η νομοθεσία περί όπλων, με διακομματική και ευρεία κοινωνική συναίνεση.
Υπό αυτό το πρίσμα, η προηγούμενη πολύνεκρη επίθεση στο δημοτικό Sandy Hook του Connecticut, το 2012, ήταν ένα σημείο καμπής. Η αποτυχία να θεσπιστεί ομοσπονδιακή νομοθεσία για τη ρύθμιση του - συνταγματικά κατοχυρωμένου στις ΗΠΑ με τη Δεύτερη Τροποποίηση του Συντάγματος - δικαιώματος στην οπλοκατοχή, κατέδειξε πως ούτε καν η τραγική δολοφονία μικρών παιδιών, που συγκλόνισε τη χώρα, δεν ήταν ικανή να οδηγήσει σε μία κοινωνική και πολιτική συναίνεση προς αυτή την κατεύθυνση.
Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι εκατοντάδες παρόμοιες επιθέσεις κάθε χρόνο, σε κάθε λογής δημόσιους χώρους, έχουν φτάσει να αποτελούν κομμάτι της καθημερινότητας του μέσου Αμερικανού και μόνο όταν η τραγωδία φτάνει να αγγίζει διαστάσεις εκατόμβης, με θύματα τα πιο ευαίσθητα μέλη της κοινωνίας μας, το θέμα κυριαρχεί ξανά στην επικαιρότητα, με απολύτως προβλέψιμη εξέλιξη. Οι πολιτικοί και δημοσιολογούντες θα εκφράσουν την οδύνη και τα συλλυπητήρια τους στις οικογένειες των θυμάτων και κατόπιν οι μεν Δημοκρατικοί θα πιέσουν για αναθεώρηση των νόμων περί οπλοκατοχής, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι θα τους κατηγορούν για πολιτικοποίηση της τραγωδίας και θα αντιτείνουν ότι η λύση είναι να τοποθετηθούν ένοπλοι φρουροί στα σχολεία.
Ο πολιτικός αυτός διχασμός, πέρα από μία ακόμη ένδειξη της γενικότερης αυξανόμενης πόλωσης ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα, αντανακλά ένα βαθύτερο κοινωνικό και ιδεολογικό διχασμό στην αμερικανική κοινωνία, για ένα σημαντικό κομμάτι της οποίας η οπλοκατοχή δεν είναι απλώς ένας τρόπος αυτοπροστασίας ή χόμπι, αλλά κομμάτι της τοπικής ή οικογενειακής παράδοσης. Ένα αναφαίρετο θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα που καμία κυβέρνηση, πολιτειακή ή ομοσπονδιακή, δεν δικαιούται να περιορίσει με οποιονδήποτε τρόπο.
Εξάλλου, όπως συνεχώς επαναλαμβάνουν οι υποστηρικτές της οπλοκατοχής, «οι δολοφόνοι δολοφονούν και όχι τα όπλα» και οι εγκληματίες πάντα θα βρίσκουν τρόπο να αποκτούν όπλα, με αποτέλεσμα μόνο οι νομοταγείς κάτοχοι τους να θιγούν από οποιονδήποτε περιορισμό, όσο λογικός και ήπιος αν μοιάζει αυτός. Επίσης, δεν σταματούν να υπενθυμίζουν ότι χώρες με εξίσου μεγάλη κυκλοφορία όπλων δεν αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα βίας και συνεπώς κακώς η συζήτηση επικεντρώνεται εκεί.
Για αυτούς τους Αμερικανούς, η οπλοκατοχή είναι αυτή που καθιστά τους πολίτες πραγματικά ελεύθερους, ως κατοχύρωση του δικαιώματος τους να αμυνθούν ενάντια σε ένα ενδεχόμενο τυραννικό καθεστώς, διαχωρίζοντας τη χώρα τους από τις λοιπές δυτικές δημοκρατίες, στις οποίες τα δικαιώματα των άοπλων πολιτών βρίσκονται- κατ’ αυτούς- στο έλεος του κράτους. Πρόκειται για ένα όχι απλώς ιδεολογικό, αλλά βαθιά ταυτοτικό ζήτημα, συστατικό κομμάτι των παραδοσιακών αμερικανικών αξιών.
Ως τέτοιο, ενεργοποιεί μεγάλο αριθμών ακτιβιστών που στηρίζουν τη δράση της πανίσχυρης «Εθνικής Ένωσης Οπλοφορίας», η οποία, σε συνεργασία με τις εταιρείες όπλων, εργάζεται συνεχώς, ασκώντας επιρροή στο Κογκρέσο ή σε Πολιτειακό επίπεδο, ώστε να μην υπάρξει οποιοσδήποτε περιορισμός του δικαιώματος στην οπλοκατοχή.
Το αποτέλεσμα είναι ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που χαλαρώνει συνεχώς, με Πολιτείες, όπως το Texas, να επιτρέπουν πια την αγορά σε οποιονδήποτε ενήλικο ή τη νόμιμη μυστική οπλοφορία σε δημόσιο χώρο χωρίς άδεια. Ταυτόχρονα, ένα συντηρητικό Ανώτατο Δικαστήριο, το πιο φιλικά διακείμενο στην οπλοκατοχή εδώ και δεκαετίες, με τη νομολογία του ολοένα και διευρύνει τα όρια της Δεύτερης Τροποποίησης σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ενώ ο διχασμός στο Κογκρέσο αποτρέπει την οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία και δένει τα χέρια του Προέδρου των ΗΠΑ, ακόμη κι όταν αυτός, όπως ο Joe Biden, τίθεται υπέρ ενδεχόμενων περιορισμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, χωρίς να υπάρχει το παραμικρό περιθώριο μίας ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τίποτα δεν θα αλλάξει ούτε και μετά από τη χθεσινή τραγωδία. Ο χρόνος απλώς θα μετρά αντίστροφα μέχρι την επόμενη ένοπλη επίθεση σε δημόσιο χώρο, η οποία, αν δεν οδηγήσει σε εκατόμβη, μάλλον θα περάσει απαρατήρητη, αφού είναι κυριολεκτικά σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Τα δε μικρά παιδιά, θα συνεχίσουν τις ασκήσεις ετοιμότητας, τρέχοντας κάτω από τα θρανία τους ή στις τουαλέτες, με την ελπίδα να μην είναι το σχολείο τους το επόμενο Sandy Hook ή Robb.
*Νικόλας Νικολαϊδης, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος