Οφείλω να ομολογήσω ότι η νέα προσφυγή στο ΣτΕ που επιχειρεί εκ πλαγίου την ανατροπή της προηγουμένης αποφάσεως του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ως νόμιμη η λύση της προσωρινής μετακίνησης των αρχαιοτήτων προκειμένου να κατασκευασθεί ο σταθμός Βενιζέλου του μετρό της Θεσσαλονίκης, δε με ξένισε. Είχε προαναγγελθεί και ήταν δεδομένη, όπως αναμενόμενες ήταν και οι άλλες προσπάθειες εμπλοκής που έχουν επιχειρηθεί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, είτε με το αίτημα προστασίας προσβληθέντος δικαιώματος της προσωπικότητας των περίφημων 300 δήθεν θιγομένων πολιτών, είτε με το αίτημα συντηρητικής αποδείξεως στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.
Ήταν ξεκάθαρο, πριν ακόμη δημοσιευθεί η απόφαση του ΣτΕ στις αρχές του καλοκαιριού, ότι οι πρωταγωνιστές στο θέατρο των αντιδρώντων, έχουν επιλέξει την εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης με λογική που θυμίζει συνδικαλιστικά τερτίπια και μεθοδεύσεις που αγγίζουν τα όρια της γραφικότητας. Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα, τα υπόλοιπα επεισόδια της πρόζας στην οποία επιδίδονται, όπως ο κλαυθμός εξαιτίας της ψευδέστατης είδησης ότι «τα αρχαία μεταφέρονται μέσα στη νύχτα», μοιάζει με πταίσμα. Μπορεί κανείς να τα αγνοήσει δε χρήζουν σχολιασμού ή απαντήσεως.
Όμως, όλα αυτά μαζί πρέπει να οδηγήσουν σε ένα συμπέρασμα: Ο λόγος δεν αφορά πλέον τα αρχαία. Δεν είμαι καν βέβαιος ότι και στο παρελθόν αφορούσε μόνο αυτά. Πρόκειται για ένα παιχνίδι στο οποίο οι πρωταγωνιστές, άλλοι κινούμενοι από προσωπική στρατηγική, άλλοι ορμώμενοι από πολιτικά κίνητρα, άλλοι ελέω ιδεοληπτικών εμμονών και άλλοι ωθούμενοι από αθεράπευτο ναρκισσισμό, ταλαιπωρούν το σημαντικότερο συγκοινωνιακό έργο της Θεσσαλονίκης και εν τέλει την ίδια την πόλη. Είναι ένα παιχνίδι εξουσίας, που αφορά την απαίτηση μίας ομάδας να επιβληθεί η βούλησή της με οποιονδήποτε τρόπο, την αξίωσή της να αναγνωριστεί ως μία ελίτ με κυριαρχική για τη Θεσσαλονίκη –και όχι μόνο- θέση.
Κι αν αυτή η μεταχείριση της δικαιοσύνης, ξένη προς το δημοκρατικό ήθος, συνιστά πολιτικό ζήτημα, οι ισχυρισμοί που προβάλλονται ενώπιόν της εγείρουν ένα μείζον ηθικό θέμα καθώς υπογράφονται από πρόσωπα που στο παρελθόν έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην περιπέτεια που λέγεται «Σταθμός Βενιζέλου» και ακκίζονται γι’ αυτό όχι μόνο για να θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον τους αλλά και για τη δημιουργία εντυπώσεων, σε μία ούτως ή άλλως φλύαρη προσφυγή.
Προβάλλεται σε αυτήν ο ισχυρισμός ότι ένα έργο το οποίο εκτελείται υπό την απόλυτη καθοδήγηση και επιστασία πλειάδας στελεχών της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που μπορεί να είχαν τη μία ή την άλλη άποψη για την επιλεγείσα λύση και πάντως μετά την κρίση του ΣτΕ, όλοι τους, χωρίς καμία αμφιβολία, εργάζονται ευσυνειδήτως για την απόλυτη προστασία των ευρημάτων και μόνο μετά από τη σύμφωνη γνώμη πέντε διαφορετικών διευθύνσεων του υπουργείου πολιτισμού, ενέχει κινδύνους για βλάβη των αρχαιοτήτων ή δεν εγγυάται την επιστροφή τους μετά την κατασκευή των επιπέδων του σταθμού. Αφήνω τις απαντήσεις επί της ουσίας για τη δικαστική αίθουσα. Άλλωστε η μέχρι σήμερα πορεία των εργασιών που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο, τους διαψεύδει οικτρά. Σε αυτό το σημείωμα, αυτό που με απασχολεί είναι η απέραντη υποκρισία.
Στον Σταθμό της Αγίας Σοφίας, με αποκορύφωμα το περίφημο Κρηναίο, αλλά και τον ίδιο τον Σταθμό της Βενιζέλου, τα αρχαιολογικά ευρήματα που αποσπάστηκαν στην περίοδο 2017-18, μετακινήθηκαν με αποφάσεις γραμμένες στο πόδι και μελέτες που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά γενικόλογες τεχνικές περιγραφές, απλά σκαριφήματα και ενδεικτικά σχέδια. Δε ζητήθηκε ούτε μια φορά κάτι άλλο από την Αττικό Μετρό, σε αντίθεση αυτού που συμβαίνει σήμερα, στα πλαίσια μίας εξαντλητικής διαδικασίας έρευνας, τεκμηρίωσης, ελέγχων και αποκλεισμού αβεβαιοτήτων και κινδύνων και για την οποία εργάζεται μια πολύ μεγάλη ομάδα μηχανικών. Και στην έγκριση αυτών των τότε «μελετών» που σε σύγκριση με τις σημερινές, ως φοιτητές ακόμη στην Πολυτεχνική, θα αποκαλούσαμε –λυπάμαι που το λέω- «εφημερίδες», αναγνωρίζει κανείς υπογραφή τότε αξιωματούχου και νυν «ανησυχούσης πολίτη» που προσφεύγει στο ΣτΕ.
Και μεταφέρθηκαν αυτές οι αρχαιότητες στο Καλοχώρι χωρίς καμία ουσιαστική πρόβλεψη για την επάνοδό τους ή την οποιαδήποτε τύχη τους. Σήμερα μόνο, με τη σύμπραξη του Υπουργείου Πολιτισμού και της Αττικό Μετρό, η οποία με την περάτωση του έργου οφείλει να εγκαταλείψει την εργοταξιακή εγκατάσταση στην οποίον αυτές έχουν εναποτεθεί, ξεκινά η διαμόρφωση ενός τεράστιου χώρου στον οποίον αυτές μπορούν να διαφυλαχθούν και να αναδειχθούν με ευθύνη των αρχαιολογικών υπηρεσιών.
Και η υποκρισία βρίσκει την κορύφωσή της στον δημόσιο σχολιασμό από τους ίδιους κύκλους, της πρόσφατης επαναφοράς στον χώρο που έχει δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτόν, πάνω από την είσοδο του Σταθμού της Αγίας Σοφίας, μίας ρωμαϊκής πλατείας του 6ου μ.Χ. αιώνα. Δε βρίσκεται, λένε, σε διάλογο με τα άλλα αρχαιολογικά κατάλοιπα της περιοχής. Μα, αυτός ήταν από το 2017 ο σχεδιασμός που είχε επιβληθεί στην Αττικό Μετρό από το Υπουργείο Πολιτισμού, να τοποθετηθούν σε μία περίκλειστη λεκάνη από μπετόν, σε στάθμη που βρίσκεται 2,5 μέτρα ψηλότερα από αυτήν που είχαν ανασκαφεί και να εναποτεθούν πάνω σε άμμο, ώστε στη συνέχεια να ολοκληρώσει η αρχαιολογική υπηρεσία την τελική διαμόρφωση. Καμία σχέση ούτε με τα αρχαία της Βενιζέλου όπως θέλουν να υπαινίσσονται, τα οποία θα επανέλθουν με ακρίβεια χιλιοστού στη στάθμη και τη θέση που βρέθηκαν γιατί με αυτές τις προδιαγραφές έχει σχεδιαστεί ο σταθμός, ούτε με την ανασκαφή της Πλατείας Μακεδονομάχων που επεκτείνεται, ώστε με την αποκάλυψη και του υπολοίπου τμήματος του οικοδομικού συμπλέγματος που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον και την επάνοδο του Κρηναίου, να καταστεί εφικτή η αποκατάσταση του επιπέδου οδού σε συνδυασμό με την προστασία και την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου.
Και πάλι όμως πίσω από το ηθικό ζήτημα της περισσής υποκρισίας εγείρεται ένα πολιτικό ζήτημα: Αυτή η κατά φαντασίαν ελίτ μηρυκάζει την ψευδαίσθηση ενός «ηθικού πλεονεκτήματος», τέτοιου που της επιτρέπει να απαιτεί ό,τι αφορά την ίδια, απόψεις ή πράξεις, να θεωρούνται θέσφατα ή καλώς καμωμένες, υπεράνω πάσης εξουσίας, σίγουρα των θεσμών μίας δημοκρατίας, προφανώς και των δικαστικών και πέραν πάσης κριτικής. Η πραγματικότητα βεβαίως διαψεύδει πάντοτε αυτήν την οίηση, δυστυχώς όχι χωρίς κόστος για τους υπολοίπους, που στην περίπτωσή μας αυτό μεταφράζεται σε μία μακρά ταλαιπωρία των πολιτών της Θεσσαλονίκης και μάλιστα με σημαντικές ανατροπές στη ζωή πολλών από αυτούς, όπως πολύ σωστά υπενθυμίζει η παρέμβαση των εκπροσώπων των παραγωγικών τάξεων της σε απόλυτη σύμπνοια με τους εκλεγμένους άρχοντες της πόλης.
Για τους υπολοίπους, τους κοινούς θνητούς που θέλουμε να ζούμε προσγειωμένοι στον πραγματικό κόσμο και για όσους ανάμεσα τους έχουμε την τύχη να δουλεύουμε γι’ αυτήν, η υπόθεση «μετρό Θεσσαλονίκης» δεν είναι παιχνίδι, με καμία έννοια. Δεν είναι παιχνίδι κανενός! Αφορά την οργάνωση και το μέλλον μιας πόλης και της ζωής των πολιτών και των επισκεπτών της και φυσικά και την ανάδειξη και αξιοποίηση μιας κληρονομιάς από το βαθύ παρελθόν, που ήρθε στο φως μόνο χάρις σε αυτό το έργο, με τον σεβασμό και τον τρόπο που της αξίζει. Κι επιτέλους, όλα αυτά, μετρό και αρχαία, πρέπει να απεγκλωβιστούν από την ανόητη περιδίνηση στην οποία επιθυμούν κάποιοι να σέρνουν διαρκώς το έργο και να τεθούν στη διάθεση και τη χρήση της πόλης. Αυτός είναι ο στόχος στον οποίον η Αττικό Μετρό επιμένει αμετακίνητα με χρονικό ορίζοντα το τέλος του 2023.
*Πρόεδρος της Αττικό Μετρό Α.Ε.
Ενδεικτική εικόνα του κεντρικού τμήματος του σταθμού Βενιζέλου με τις αρχαιότητες. Επιβάλλεται η ολοκλήρωση της εκσκαφής ώστε να προσεγγιστούν οι ήδη κατασκευασμένες σήραγγες, να καθαιρεθούν αυτές και να κατασκευαστεί η αποβάθρα. Περιμετρικά το έργο και τα αρχαιολογικά ευρήματα περιβάλλονται από κατασκευασμένα τοιχία από μπετόν πάχους 1 m.
Απόσπαση αρχαιολογικών ευρημάτων από τον Σταθμό Αγίας Σοφίας (2018).
Τρισδιάστατη φωτογραμμετρική απεικόνιση με laser scanner των ευρημάτων της Βενιζέλου. Έχει αποτυπωθεί νέφος 2,5 δισεκατομμυρίων σημείων. Με βάση αυτό θα ελεγχθεί η επαναφορά των ευρημάτων στην ίδια θέση και στάθμη.
Απόσπαση τμημάτων της Decumanus Maximus από τον Σταθμό Αγίας Σοφίας (2018).
Απόσπαση τμήματος των ευρημάτων από τον Σταθμό Βενιζέλου (2018).