Η απελευθέρωση σήμερα δύο ρεπόρτερ του Reuters που κρατούνταν επί 16 μήνες είναι ένα καλό νέο για την ελευθερία του Τύπου, όμως δεν αλλάζει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία ζουν οι δημοσιογράφοι στη Μιανμάρ, δεκάδες από τους οποίους εξακολουθούν να διώκονται.
Οι δύο ρεπόρτερ του Reuters, ο Ουά Λόουν, 33 ετών, και ο Κέι Σου Όου, 29 ετών, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης επτά ετών για παραβίαση του νόμου περί κρατικών απορρήτων, αφέθηκαν σήμερα ελεύθεροι, έπειτα από διεθνείς πιέσεις που ασκούνταν για μήνες στην κυβέρνηση της τιμηθείσας με Νόμπελ Ειρήνης Αούνγκ Σαν Σου Κι.
Την απόφαση αυτή χαιρέτισε αμέσως η διεθνής κοινότητα, ωστόσο αποτελεί ένα βήμα προς τη βελτίωση της ελευθερίας του Τύπου στη Μιανμάρ;
«Η κατάσταση της ελευθερίας της έκφρασης είναι καταστροφική», σχολίασε σήμερα η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, καταγγέλλοντας ότι «δεν έχει παρατηρηθεί καμία θετική πρόοδος» παρά τις συστάσεις που έγιναν πέρυσι.
Η πραγματικότητα παραμένει ζοφερή στη Μιανμάρ: «Δεκάδες δημοσιογράφοι και μπλόγκερ εξακολουθούν να διώκονται ποινικά χωρίς στοιχεία», επεσήμανε ο Φιλ Ρόμπερτσον του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW).
Με την άνοδο στην εξουσία το 2016 της βραβευμένης με Νόμπελ Αούνγκ Σαν Σου Κι τα μέσα ενημέρωσης έτρεφαν ελπίδα ότι δεν θα χρειάζεται πλέον να ανησυχούν για αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις.
Οι εφημερίδες δεν είναι υποχρεωμένες πλέον να υποβάλουν τα άρθρα τους στον κυβερνητικό οργανισμό λογοκρισίας όπως έκαναν την εποχή της χούντας.
Όμως «η ελευθερία του Τύπου είναι προφανές ότι δεν αποτελεί προτεραιότητα της κυβέρνησης» της Σου Κι, επισημαίνουν οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα (RSF).
Στην έκθεσή της του 2019 η μη κυβερνητική οργάνωση κατέταξε τη Μιανμάρ ανάμεσα στους χειρότερους μαθητές παγκοσμίως, στην 138η θέση σε σύνολο 180 χωρών. Σε διάστημα δύο ετών έχασε επτά θέσεις.
Τον Ιούνιο του 2017 δύο δημοσιογράφοι της The Voice Daily φυλακίστηκαν για ένα σατιρικό άρθρο στο οποίο επέκριναν τις προσπάθειες της κυβέρνησης να τερματίσει τις εθνοτικές συγκρούσεις στη Μιανμάρ. Η ποινική διαδικασία εναντίον τους εξακολουθεί να εκκρεμεί.
Ο Κο Σούε Ουίν, ένας δημοσιογράφος γνωστός για τις έρευνές του, διώκεται ποινικά εδώ και δύο χρόνια επειδή φέρεται να δυσφήμισε έναν υπερεθνικιστή μοναχό.
Η Μιανμάρ διατηρεί ένα οπλοστάσιο καταπιεστικών νόμων εναντίον των δημοσιογράφων.
Ο νόμος για τις Τηλεπικοινωνίες χρησιμοποιείται πολύ συχνά. Προβλέπει ποινές έως και δύο χρόνια φυλάκιση για «δυσφήμηση μέσω ενός δικτύου τηλεπικοινωνιών».
Οι δημοσιογράφοι διώκονται επίσης βάσει νόμων που χρονολογούνται από την εποχή που η Μιανμάρ ήταν αποικία της Βρετανίας, όπως αυτός για τα κρατικά μυστικά, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε εναντίον των δύο δημοσιογράφων του Reuters.
«Μέχρι να ακυρωθούν αυτοί οι νόμοι οι δημοσιογράφοι και οι υπέρμαχοι (των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) θα εξακολουθούν να απειλούνται με κράτηση και σύλληψη», καταγγέλλει ο Νικολά Μπεκελέν διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας για τη νοτιοανατολική Ασία, ο οποίος ζήτησε και την απελευθέρωση «όλων των άλλων δημοσιογράφων και των κρατούμενων συνείδησης που κρατούνται εξαιτίας αβάσιμων κατηγοριών».
Ακόμη κι αν δεν βρίσκονται στη φυλακή, πολλοί δημοσιογράφοι καταγγέλλουν απειλές εναντίον τους εξαιτίας της δουλειάς τους. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη για όσους καλύπτουν συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και πολλών ομάδων ανταρτών.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ