Το ερώτημα «αν υπάρχει συνταγή της μακροζωίας και αν αυτή τρώγεται» αποτελεί για πολλούς το Άγιο Δισκοπότηρο της Επιστήμης και σε αυτό το ερώτημα απάντηση φαίνεται πως έχουν βρει οι κάτοικοι ενός απομονωμένου νησιού του βορειοανατολικού Αιγαίου, των Φούρνων Κορσεών.
Οι κατάφυτοι Φούρνοι βρίσκονται απέναντι στην Ικαρία που έχει γίνει γνωστή σε δημοσιεύματα στο διεθνή Τύπο και στους New York Times για την μακροζωία των Ικαριωτών με τον χαλαρό τρόπο ζωής τους. Απέναντι λοιπόν, στους Φούρνους, η γιαγιά Ασημίνα Νομικού 105 ετών, ο παππούς ήρωας του 2ου Παγκοσμίου πολέμου Νίκος Πυροβολικός 101 ετών και ο αδερφός της Ασημίνας- επίσης ήρωας του πολέμου- ο Παντελής Αμοργιανός 101 ετών και αυτός αποδεικνύουν με την ζωντάνια τους, την όρεξη τους για ζωή, πως κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει σε αυτό το νησί.
Η γιαγιά Ασημίνα η οποία τα έχει ακόμα τετρακόσα σε αυτή την ηλικία και δεν παίρνει φάρμακα ούτε για πίεση, ούτε για ζάχαρο, ούτε για την καρδιά της υπήρξε όλα τα χρόνια της ζωής της μία από τις κορυφαίες μοδίστρες του Αιγαίου και φρόντιζε να τρώει λίγο για να μπορεί να προβάρει τα ρούχα που έραβε.
Στα δύσκολα χρόνια του πολέμου που το νησί είχε πολλούς Ιταλούς στρατιώτες, τα παιδιά μεγάλωναν με ζεστό ρόφημα φασκόμηλο με μέλι γιατί δεν υπήρχε γάλα το πρωί σαν ρόφημα, επίσης τρώγανε πολλά φραγκόσυκα γιατί το νησί είναι κατάφυτο -παντού υπάρχουν φραγκόσυκα που αποτελούν αληθινή βόμβα βιταμίνης C και τρώγονται κρύα- και τρώγαν και κούμαρα (κάτι μικρά κόκκινα φρούτα σαν κεράσια). Καθώς δεν είχανε κτηνοτροφία -δεν είχανε μείνει ζώα από την κατοχή και τους κατακτητές- τρέφονταν κυρίως με ψάρια, ό,τι έπιαναν οι ψαράδες που αντάλλαζαν κιόλας την ψαριά με τους κατοίκους της Ικαρίας και της Σάμου και με άλλους νησιώτες για να πάρουν λάδι αλεύρι και άλλα προϊόντα.
«Να γράψεις πως το πολύ φαγητό σκοτώνει κόρη μου» μου λέει η γιαγιά Ασημίνα καθώς μου διηγείται την ιστορία της ζωής της και πώς έραβε εσώρουχα και στολές για τους Ιταλούς για να ζήσει τα παιδιά της, αφού ο άντρας της πνίγηκε σε ένα ναυάγιο όπου είχαν βγει τρεις ψαράδες με ένα καΐκι να πάνε να πουλήσουν ψάρια σε άλλο νησί για να φέρουν πίσω άλλα τρόφιμα.
Η Ασημίνα προσθέτει και άλλα συστατικά στην συνταγή της μακροζωίας: «Μένεις νέος και το μυαλό σου διατηρείται γερό όταν έχεις λόγο ύπαρξης, όταν πρέπει να δουλέψεις, να μεγαλώσεις τα παιδιά σου, όταν αγαπάς στη ζωή, όταν αγαπάς αυτό που κάνεις και όταν εργάζεσαι σκληρά» μου λέει.
Πάνω κάτω τα ίδια έτρωγε στην κατοχή και όλα τα χρόνια της ζωής του και ο αδελφός της, ήρωας πολέμου, ο Παντελής. Δύο φορές στη ζωή του ναυάγησε, υπηρέτησε σε υποβρύχια, έσωσε Ιταλούς όταν οι Γερμανοί τους κυνήγησαν να τους σκοτώσουν στο τέλος του πολέμου και θυμάται ακόμα το όνομα κάθε στρατιώτη, κάθε χωριανού που έχει σώσει σε ξηρά και θάλασσα.
Στο τέλος του πολέμου επιβιβάστηκε σε πλοίο που βούλιαξε και κολύμπησε μαζί με μία γυναίκα επιβάτη μέχρι την Αίγινα, βλέποντας μες τη νύχτα μόνο το φως του φάρου για να φέρει βοήθεια. Στη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου ο Παντελής έκανε κάτι που κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα τολμούσε: μέσα σε ένα ξύλινο καΐκι με άλλους δύο άντρες από τους Φούρνους έβαλαν γυναικόπαιδα να τα κατεβάσουν στην Κύπρο και πήγαν κόστα-κόστα τραβώντας οι τρεις άντρες κουπί για 15 μερόνυχτα με λίγο νερό λίγα φρούτα και λίγα παξιμάδια που τους έδιναν από τα τουρκικά παράλια. Τον ρωτώ εάν έφτασαν ζωντανοί όλοι και μου λέει: «Αλεξία το πιστεύεις, 15 μερόνυχτα είχε μπουνάτσα στο Αιγαίο σαν να κρατούσε ο Θεός τους ανέμους, για να μη μας πνίξει»….
Άλλος ήρωας του πολέμου, ο συνομήλικος του Νίκος Πυροβολικός, 101 χρονών και αυτός. Είναι ζωντανός θρύλος στο νησί και αποτελεί έκθεμα στο Στρατιωτικό Μουσείο της Λέρου. Ο Νίκος έχει τιμηθεί με μετάλλιο ανδρείας, είναι από τους λίγους ανθρώπους που εν ζωή η ιστορία τους παρουσιάζεται σε μουσείο και υπηρέτησε στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στις περίφημες «μαύρες μοίρες» μαζί με άλλους κάτοικους των νησιών που με τα καΐκια τους μετέφεραν τους κατασκόπους του πολέμου των συμμαχικών δυνάμεων.
Ο ίδιος είχε καΐκι και έκανε το καΐκι του «μαύρη μοίρα», έκανε παράτολμες επιχειρήσεις με κατασκόπους των συμμάχων στο Αιγαίο και η ιστορία βάφτισε αυτά τα καΐκια «μαύρες μοίρες» γιατί αν τα έπιαναν οι Γερμανοί οι μοίρες των επιβατών θα ήταν ολονών μαύρες, γιατί θα τους εκτελούσαν επιτόπου.
Όλοι τους μου λένε την ίδια συνταγή πως έτρωγαν: λίγο ψάρι, λίγο φαγητό σχεδόν καθόλου κρέας, πολύ μέλι, πολύ φασκόμηλο, πολύ φραγκόσυκο, κούμαρα και χαρούπια- η σοκολάτα των φτωχών- μάλιστα έτρωγαν τόσο πολύ χαρούπι που τώρα που είναι παππούδες, τους λένε τα εγγόνια τους:
«Παππού, παππού έχει σοκολάτα στο ντουλάπι;» και εκείνοι απαντούν: «η σοκολάτα παιδιά μου είναι στα χωράφια».
Άλλο ένα μυστικό της μακροζωίας των Φούρνων είναι το μέλι που έχει το νησί, μέλι κυρίως από φασκόμηλο και όχι από θυμάρι και μάλιστα στα δύσκολα χρόνια του πολέμου ακριβώς επειδή δεν είχαν γάλα, στις γυναίκες που ήταν σε εγκυμοσύνη και τις λεχώνες έδιναν ένα γλυκό που έφτιαχναν με αλεύρι, σιμιγδάλι και μέλι που μοιάζει με την μουσταλευριά και λέγεται «μελένια».
Με το λίγο φαγητό, την πολλή δουλειά στα χωράφια,τον αγώνα για την επιβίωση, με τα γερμανικά Λουφτβάφε να πετάνε πάνω από τα κεφάλια τους οι Φουρνιώτες κατάφεραν να κλείσουν και να ξεπεράσουν έναν αιώνα ζωής και μάλιστα να έχουν τέτοια πνευματική διαύγεια που χαρακτηρίζει ανθρώπους 50-60 ετών, αποδεικνύοντας έμπρακτα με την λιτή, νησιωτική δίαιτα τους αυτό που έλεγε ο πατέρας της Ιατρικής, ο Ιπποκράτης δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν: Πως είμαστε ό,τι τρώμε….