Ο Έβρος ήταν πάντοτε σύνορο. Όριο για τα κράτη και πέρασμα για τους ανθρώπους, κουβαλώντας ισχυρό φορτίο πόνου και ελπίδας. Χιλιάδες άνθρωποι, κάθε χρόνο, προσπαθούν να περάσουν στην «από εδώ πλευρά», μαζί με τα όνειρα και τις αγωνίες τους.
Χιλιάδες ανθρώπινες ιστορίες, συγκλονιστικές, σύνθετες και διόλου αθώες. Ιστορίες όπου ο πόνος συμπλέκεται με τις κρατικές επιδιώξεις και την πολιτική σκοπιμότητα. Τα τελευταία έτη, ιδίως με τα γεγονότα του 2020 στον Έβρο, η πολιτική της εργαλειοποίησης από την πλευρά της Τουρκίας αποκαλύφθηκε διεθνώς, με ακράδαντο τρόπο.
Η εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου από τo καθεστώς Ερντογάν δεν ενεργοποιεί όμως τα αντανακλαστικά της ευαισθησίας όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Η Ελλάδα έχει την «πολυτέλεια» να βρίσκονται στραμμένοι πάνω της όλοι οι προβολείς - από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους ως τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στη διαχείριση του μεταναστευτικού- προσφυγικού. Δεν πρόκειται όμως για πολυτέλεια, αλλά για κρίσιμη διαφορά: η Ελλάδα είναι σύγχρονη δημοκρατία και κράτος δικαίου.
Και για αυτό υπάρχουν -και σωστά- απαιτήσεις. Δεν περιμένουμε κανέναν, μόνοι μας βάζουμε τον πήχη ψηλά. Και σίγουρα δεν περιμένουμε μαθήματα σε αυτό το πεδίο, ούτε από τη γείτονα χώρα ούτε από εκτός Ελλάδας αυτόκλητους υπερασπιστές ανθρώπων, χωρίς γνώση του τι πραγματικά συμβαίνει στο πεδίο, με νεφελώδη ατζέντα και αδιευκρίνιστα κίνητρα.
Η Τουρκία, από την άλλη, ακολουθεί μια πολιτική υπονόμευσης των οικουμενικών αξιών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πρώτα από όλα για τους ίδιους τους πολίτες της. Η εργαλειοποίηση του ανθρώπινου πόνου στο πεδίο του μεταναστευτικού αποτελεί μια ακόμα κίνηση στη σκακιέρα του τακτικισμού, της γεωπολιτικής και της επίδειξης δύναμης της κυβέρνησης Ερντογάν.
Στη σύνθετη πραγματικότητα του μεταναστευτικού-προσφυγικού, χιλιάδες αιτούντες άσυλο καταφθάνουν στα ελληνικά σύνορα, συχνά υπό την απειλή βίας που τους έχει ασκηθεί, στο πλαίσιο ενός ασύμμετρου πολέμου, προσπαθώντας να περάσουν στη συνέχεια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Θύματα και οι ίδιοι των συνθηκών που τους έδιωξαν από την πατρίδα τους, αλλά και απολύτως συγκεκριμένων τουρκικών επιδιώξεων, με αποδέκτες πολλούς άλλους –την Ελλάδα, την Ευρώπη, το εσωτερικό ακροατήριο– εκτός από τους ίδιους τους κατατρεγμένους.
Οι τυχοδιωκτισμοί Ερντογάν και οι απόπειρες αποσταθεροποίησης δεν μπαίνουν προφανώς στην ίδια ζυγαριά με την ανθρώπινη ζωή και τα δικαιώματα, γι’ αυτό και η Ελλάδα τα εγγυάται. Η αναγνώριση της σύνθετης πραγματικότητας του μεταναστευτικού δεν ακυρώνει την ανθρωπιστική διάσταση. Όμως, η πραγματική μέριμνα για τους ανθρώπους δεν είναι οι αφηρημένες καλές προθέσεις και τα ευχολόγια. Χρειάζεται ουσιαστική γνώση και στήριξη, αλλιώς οι διακηρύξεις είτε μένουν κενό γράμμα είτε εξυπηρετούν αλλότριες επιδιώξεις.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι συγκεκριμένα: Πώς θωρακιζόμαστε απέναντι στην τουρκική εργαλειοποίηση που χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα απελπισμένους ανθρώπους, τους οποίους τα κυκλώματα διακίνησης έχουν διαβεβαιώσει ότι η Ελλάδα θα προβεί σε διάσωση σε τυχόν οριακή κατάσταση; Πώς δεν γινόμαστε θύματα των καλών προθέσεων; Πώς συνδυάζουμε την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των εθνικών συνόρων, κάτι που αποτελεί υποχρέωση κάθε υπεύθυνης πολιτικής δύναμης; Σε αυτό τον δύσβατο, αλλά αναγκαίο και ορθό δρόμο πορεύεται σταθερά η ελληνική κυβέρνηση, όπως επιβεβαίωσε και η συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ. Και η πραγματικότητα τη δικαιώνει.
*Ο Μάνος Λογοθέτης είναι Γ.Γ.Υποδοχής Αιτούντων Άσυλο στο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής