Έντεκα χρόνια μετά την επίσημη έναρξη της κρίσης η οποία άλλαξε τα πάντα στην Ελλάδα και ενώ η πανδημία απειλεί να μας ξαναστείλει πίσω, δείχνουμε να μην έχουμε αντιληφθεί τίποτα. Ανυποψίαστοι.
Και έτσι και πάλι είμαστε έτοιμοι να ξεκατινιαστούμε, ιδιωτικώς και δημοσίως για το οτιδήποτε: αν η πανδημία έχει την υπογραφή Μητσοτάκη, αν η έξαρση των κρουσμάτων είναι από το κακό παράδειγμα του Μητσοτάκη στην Ικαρία, ή από την διαδήλωση για την Χρυσή Αυγή, για το εάν θα πρέπει να φυλάσσονται ή όχι τα πανεπιστήμια, για το εάν έπρεπε να κλείσει η όχι η Εθνική οδός, για το εάν η Μενδώνη και ο Μητσοτάκης διόρισαν τον Λιγνάδη στο Εθνικού επειδή ήταν «εφηβόφιλος», και με διαβατήριο τις σεξουαλικές προτιμήσεις του.
Έτοιμοι για έναν μικρό εμφύλιο κάθε μέρα, για το οτιδήποτε... Μικροί εμφύλιοι που δεν δίνουν λύσεις, ούτε δίνουν την ευκαιρία για ανταλλαγή σοβαρών επιχειρημάτων. Αλλά συνήθως, καθώς διεξάγονται στο βασίλειο της αυθαιρεσίας, το πεδίο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης εξαφανίζουν κάθε πιθανότητα σοβαρής συζήτησης και δημιουργούν χάσματα και μίσος μεταξύ μας.
Είναι ο cyberhooliganism
Είναι η ελληνική και πολύ πιο επικίνδυνη εκδοχή του QAnon. Γιατί εκεί οι βλαμμένοι φαίνονται από μακριά. Ενώ εδώ περνούν στα μουλωχτά και αποκτούν και «πολιτικές πλάτες»...
Δημιουργείται το κίνημα εναντίον του νόμου για τα Πανεπιστήμια νόμου που ψήφισε το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Και υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις του υποτιθέμενου δημοκρατικοί/συνταγματικού τόξου που δεν υπόσχονται απλώς ότι θα καταργήσουν ή θα αλλάξουν τον νόμο όταν έρθουν στην εξουσία, αλλά απειλούν ότι θα τον καταργήσουν στο πεζοδρόμιο.
Α, μπά; Ωραία αντίληψη περί δημοκρατίας αυτή…
Δηλώνουν όλο αυτό τον καιρό ότι αρκούσε το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για την φύλαξη των πανεπιστήμιων και δεν χρειάζονται οι «χωροφύλακες» του Χρυσοχοΐδη. Και όταν ο πρύτανης του ΑΠΘ εφαρμόζει την υπάρχουσα νομοθεσία, τότε στοχοποιείται ως «καταδότης». Και δεν ζητά κανείς συγγνώμη όταν αποδεικνύεται ότι στην κατάληψη στο ΑΠΘ μετά την επέμβαση της αστυνομίας όπως προέβλεπε το προηγούμενο καθεστώς περισσότεροι από τους μισούς που προσήχθησαν δεν ήταν φοιτητές.
Και μετά είναι η περίπτωση Κουφοντίνα. Το σύνθημα «όταν θα μπουν οι αντάρτες στην Αθήνα το Σύνταγμα θα λέγεται Πλατεία Κουφοντίνα» απογυμνώνει όσους δήθεν κόπτονται για τα δικαιώματα του κρατούμενου Κουφοντίνα. Είναι δυστυχώς πολύ απλό. Ένα μεγάλο κομμάτι της μικρής περιθωριακής Αριστεράς που με τις πλάτες της ακροδεξιάς, έγινε κυβερνώσα, παραμένει τελικά συμπαθούσα του «φαρμακοχέρη» της 17Ν.
Ο οποίος επιλέγει το τελευταίο όπλο που έχει για να κτυπήσει την κοινωνία, την οποία δεν μπόρεσε να διαλύσει με τις δολοφονίες του.
Το «όπλο» της ίδιας της ζωής του, λειτουργώντας ως καμικάζι, ως βομβιστής αυτοκτονίας. Ίσως η μεγαλύτερη τιμωρία του θα ήταν η μετακόμιση του σε κελί πολυτελείας στον Κορυδαλλό με θέα, ΤV, δυνατότητα delivery και γιατί όχι, με συγκάτοικο τον Γιωτόπουλο.
Για την εξουδετέρωση του μηνύματος που θέλει να περάσει, μέσω της αποκαθήλωσης του.
Ο δολοφόνος είναι δολοφόνος και δεν έζησε, ούτε μπορεί να πεθάνει ως ήρωας. Όσοι δηλώνουν τώρα δήθεν περίλυποι ότι αν πεθάνει ο Κουφοντίνας ηρωποιείται, είναι οι ίδιοι που ως ήρωα αντιμετώπιζαν τον «Λουκά» και όταν σκόρπιζε τον θάνατο.
Και προσβάλουν τον Μπόμπυ Σαντς όσοι κάνουν σύγκριση… Ο Σαντς δεν έβαψε τα χέρια του με αίμα αθώων, ούτε εκτελούσε πυροβολώντας πισώπλατα.
Κι έτσι μετά το σύνθημα που δόθηκε για τον νόμο για τα πανεπιστήμια, δίνεται το παρασύνθημα τώρα με τον Κουφοντίνα.
Από εκείνους τους λίγους που είναι θαυμαστές του. Και από εκείνους που εύχονται να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα και να αποκτήσουν έτσι το άλλοθι να κρυφτούν πίσω από τους λίγους που θα επιχειρήσουν να βάλουν φωτιά σε κάθε γωνιά της χώρας. Το δηλητήριο τους έχει ήδη χυθεί σαν εύφλεκτο υλικό σε ένα εμφυλιοπολεμικό περιβάλλον.
Είναι ο πειρασμός της άσκησης αντιπολίτευση του «κι αν μου κάτσει;» Η αντιπολίτευση για ότι βρίσκεται στην επικαιρότητα. Χθες η πανδημία, μετά ο νόμος για τα ΑΕΙ, η «Μήδεια», σήμερα ο Λιγναδης και ο Κουφοντίνας, αύριο μπορεί να είναι ο χατζηπετρής.
Μια συνταγή σύγκρουσης τυφλής χωρίς πλαίσιο, χωρίς ειρμό, χωρίς επιχειρήματα και γι αυτό επικίνδυνη. Και από την οποία τελικά χαμένος βγαίνει αυτός που την υποκινεί. Γιατί αυτός που πετροβολάει την τζαμαρία, αυτός που υπονομεύει μια δύσκολη κοινή προσπάθεια, που δεν έχει σχέση με κυβερνήσεις, είναι αυτός που επιστρέφει στο περιθώριο.
Στην αναμπουμπούλα ο Λύκος χαίρεται. Συνήθως όμως καταλήγει στο δόκανο …