Οι δύο μεγάλες κρίσεις που συγκλόνισαν τα τελευταία δέκα χρόνια το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, καθώς και ολόκληρο τον κόσμο, έχουν πολλά κοινά σημεία αλλά και σημαντικές διαφορές σε ό,τι αφορά την επίδρασή τους στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κοινά σημεία και διαφορές που η μελέτη τους είναι πολύ χρήσιμη, αν όχι και απαραίτητη, για να εξαχθούν τα αναγκαία διδάγματα, είτε αυτά είναι προς μίμηση, είτε προς αποφυγή.
Η οικονομική κρίση του 2008 πήγαζε από το παγκόσμιο τραπεζικό δίκτυο και τους χαλαρούς κανόνες λειτουργίας που το χαρακτήριζαν. Τραπεζικά ιδρύματα χρηματοδοτούσαν επί χρόνια την αγορά κατοικίας για δεκάδες χιλιάδες Αμερικανούς που στην πραγματικότητα δεν είχαν τις οικονομικές δυνατότητες να αντεπεξέλθουν. Εν τέλει η «φούσκα» έσκασε όταν πολλοί δανειολήπτες δεν ήταν πλέον σε θέση να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. Και ενώ αρχικώς υπήρχε η εντύπωση ότι το πρόβλημα θα περιοριζόταν στις ΗΠΑ, αυτό προκάλεσε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 μια παγκόσμια τραπεζική κρίση. Πολλές τράπεζες υπέστησαν ζημίες δισεκατομμυρίων και επιβίωσαν μόνο χάρη σε κρατικά προγράμματα διάσωσης.
Ανέτοιμο και αμήχανο το πολιτικό σύστημα είχε αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στους κεντρικούς τραπεζίτες και ταυτοχρόνως επιχειρούσε να καλύψει τα κενά που υπήρχαν στην παρακολούθηση των τραπεζικών δραστηριοτήτων, επιβάλλοντας αυστηρότερους κανόνες. Όμως, τα αναπτυξιακά προγράμματα και πακέτα διάσωσης οδήγησαν σε ακόμη μεγαλύτερο εκτροχιασμό των ήδη υπέρογκων τότε χρεών. Κάτι που εξελίχθηκε σε τεράστιο πρόβλημα ειδικά για τους πιο αδύναμους κρίκους του ευρώ. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρος αναγκάστηκαν να υπαχθούν σε προγράμματα βοήθειας έναντι αυστηρότατων όρων που δεν είχαν πάντοτε θετικά αποτελέσματα.
Η βασική επιλογή των προγραμμάτων αυτών ήταν η μείωση του λόγου ελλείματος και χρέους προς το ΑΕΠ μέσω μείωσης του αριθμητή, δηλαδή με μείωση του ελλείμματος και χρέους μέσω της δημοσιονομικής λιτότητας. Εκτιμήθηκε ότι έτσι στέλνονταν στις αγορές μηνύματα αξιοπιστίας και φερεγγυότητας. Δεν προτιμήθηκε η προσπάθεια αύξησης του παρονομαστή, δηλαδή του ΑΕΠ και των δημόσιων εσόδων, επειδή εκτιμήθηκε τότε ότι αυτό θα χρειαζόταν πολύ χρόνο για να αποδώσει, συνεπώς η προσέγγιση αυτή δεν θα ήταν αποτελεσματική για χώρες που αντιμετώπιζαν κρίση φερεγγυότητας και εμπιστοσύνης. Η αντιδιαμετρική επιλογή που έγινε δέκα χρόνια αργότερα για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού αποτέλεσε έμπρακτη αναγνώριση των αδυναμιών και εσφαλμένων εκτιμήσεων για την αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008.
Στη συγκυρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης οι προσδοκίες ως προς το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει ο κοινοτικός προϋπολογισμός ήταν μεγάλες. Αρκετοί ήταν εκείνοι που υποστήριζαν ότι χρειαζόταν ένα νέο «σχέδιο Μάρσαλ» για τις χώρες που είχαν πληγεί σοβαρά από την κρίση. Στη νέα αυτή πραγματικότητα, οι πόροι της ΕΕ και οι αποφάσεις για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2014-2020 θα μπορούσαν να παίξουν καταλυτικό ρόλο.
Τις προσδοκίες για το αύριο της ΕΕ που αναφέρθηκαν πιο πάνω ήρθαν να διαψεύσουν οι αποφάσεις για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο 2014-2020. Ο προϋπολογισμός όχι μόνο δεν αυξήθηκε ώστε να καλύψει τις νέες ανάγκες και την αναγκαία πρόσθετη σταθεροποιητική λειτουργία, αλλά για πρώτη φορά μειώθηκε σε σχετικές τιμές. Χώρες, όπως η Ελλάδα, οι οποίες χρειάζονται τους κοινοτικούς πόρους περισσότερο παρά ποτέ, θα εισέπρατταν ποσά σημαντικώς χαμηλότερα από ό,τι στο παρελθόν. Η γενική μείωση του προϋπολογισμού της ΕΕ συνοδεύθηκε από την, για πρώτη φορά μετά την Ενιαία Πράξη, μείωση των πόρων συνοχής, τόσο σε απόλυτο μέγεθος, όσο και ως ποσοστό του προϋπολογισμού. Ήταν μια επίσης αρνητική εμπειρία που αποτέλεσε βασικό δίδαγμα για την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας.
Άφησε όμως και θετικά ίχνη η αντιμετώπιση της κρίσης εκείνης, όπως η εποπτεία της ΕΚΤ στις μεγάλες τράπεζες της ευρωζώνης, η θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων για τις περιπτώσεις προβληματικών τραπεζών, η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, η αξιοποίηση από τις κεντρικές τράπεζες χρήσιμων εργαλείων, όπως οι αγορές ομολόγων. Σε διεθνές, δε, επίπεδο, η κρίση ανέδειξε την ομάδα των 20 πιο αναπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομιών του κόσμου σε κεντρικό φόρουμ διεθνούς συνεργασίας.
Το 2008 συνήλθαν για πρώτη φορά και οι πρωθυπουργοί και αρχηγοί κρατών του G20 για να συντονίσουν τις δράσεις τους. Από τότε έγινε σαφές ότι «μπορούμε να επιλύσουμε καλύτερα από κοινού τα παγκόσμια οικονομικά προβλήματα», όπως διαπίστωσε αργότερα η καγκελάριος Μέρκελ.
Η εμπειρία, θετική και αρνητική, από την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, φάνηκε πολύ χρήσιμη στην κρίση του κορονοϊού. Η αντιμετώπιση της κρίσης αυτής δεν άφησε τίποτε σχεδόν ανέγγιχτο στη λειτουργία της ΕΕ, ούτε καν ακρογωνιαίους λίθους της. Οι πρώτες αρνητικές συνέπειες (κλείσιμο συνόρων, διαγκωνισμοί στην προμήθεια υγειονομικού υλικού κ.λπ.) γρήγορα έδωσαν τη θέση τους σε θετικές και τολμηρές πρωτοβουλίες.
Έτσι, επιτράπηκαν, κατ’ αρχάς, σημαντικές παρεκκλίσεις από θεμελιώδεις αρχές της λειτουργίας της, όπως η πολιτική ανταγωνισμού και το σύμφωνο σταθερότητας, και εφαρμόσθηκε ένα χωρίς προηγούμενο πρόγραμμα ενίσχυσης της ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Παράλληλα, κινητοποιήθηκαν δανειακοί πόροι εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, χαλάρωσαν οι άκαμπτες διαδικασίες υλοποίησης των παρεμβάσεων των διαρθρωτικών ταμείων, ενώ λήφθηκε και μια σειρά από άλλα μέτρα σε όλο σχεδόν το φάσμα των ευρωπαϊκών πολιτικών.
Η κορυφαία όμως πράξη αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών της κρίσης του κορονοϊού παίχθηκε τον Ιούλιο του 2020 με την ιστορική έγκριση της πρωτοβουλίας Next Generation EU, ύψους 750 δισ. ευρώ, η οποία έσπασε δύο «ταμπού»: το ύψος του προϋπολογισμού της ΕΕ και την ανάληψη αμοιβαίου χρέους. Συγκεκριμένα, για την περίοδο υλοποίησης των παρεμβάσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, ο προϋπολογισμός της ΕΕ θα αγγίζει το 2% του ΑΕΕ της, σε σύγκριση με το 1,1% που ίσχυε μέχρι το 2020.
Το αναγκαίο, δε, για την αύξηση αυτή ποσό προβλέφθηκε να αντληθεί από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με εγγύηση τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Η αύξηση του ενωσιακού προϋπολογισμού και η ανάληψη αμοιβαίου χρέους, μαζί με τη θέσπιση νέων πηγών εσόδων της ΕΕ, είναι βήματα αποφασιστικής σημασίας προς τη δημοσιονομική ένωση και, συνακόλουθα, προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Διαπιστώνεται λοιπόν ότι η πανδημία, πιστή στο αρχαίο ρητό των στωϊκών φιλοσόφων «ουδέν κακόν αμιγές καλού», μαζί με όλα τα δεινά που επέφερε, συμπύκνωσε μέσα σε ένα χρόνο την τολμηρή προσαρμογή του συμφώνου σταθερότητας και των κανόνων ανταγωνισμού στις νέες συνθήκες, τη γενναία ενίσχυση της ρευστότητας από την ΕΚΤ, την εκδήλωση έμπρακτης αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών απέναντι στην πρόκληση του εμβολιασμού, τη μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της ανάγκης για από κοινού εξωτερική δράση, τον σχεδόν διπλασιασμό του ενωσιακού προϋπολογισμού, τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης που θα αφορά συμμετρικά το σύνολο του εδάφους της ΕΕ, την ανάληψη αμοιβαίου χρέους, τη θέσπιση νέων ιδίων πόρων. Αλλαγές που υπό τις συνήθεις συνθήκες θα απαιτούσαν πολλά χρόνια για να συμβούν και που μία προς μία είναι αποφασιστικά βήματα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Έχουν λοιπόν και οι κρίσεις τις θετικές πλευρές τους; Αναμφίβολα ναι, παρ’ όλο που όλοι τις απευχόμαστε. Μια επί πλέον δε συνεισφορά των κρίσεων είναι η απόδειξη ότι πολλά βήματα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που μέχρι πριν θεωρούνταν αδιανόητα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν όταν υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση, η οποία όμως δεν θα έπρεπε να περιμένει τις κρίσεις για να εκδηλωθεί.
Έστω και αν ένας από τους πατέρες της ΕΟΚ, ο Ζαν Μονέ, προφήτευε πριν εξήντα και πλέον χρόνια ότι η ενωμένη Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί μέσα από κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που θα υιοθετηθούν για τις κρίσεις αυτές.
*Ο Αλέκος Κρητικός είναι Ειδικός Σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ και μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Έχει διατελέσει στέλεχος της ΕΕ και Γεν. Γραμματέας στα υπουργεία Ανάπτυξης και Εσωτερικών. Από τις εκδόσεις «Επίμετρο» κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η πολιτική Συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Η εξέλιξή της στις μεγάλες στιγμές της ευρωπαϊκής ενοποίησης»