Ένα μεγάλο μουσουλμανικό μνημείο στην Ελλάδα, το οποίο πληγώθηκε σε τρομακτικό βαθμό από την πυρκαγιά της 22ας Μαρτίου του 2017, οπότε και κάηκε η θαυμαστή και μοναδική στέγη του, το τέμενος Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο, θα αποκατασταθεί με τις φροντίδες του υπουργείου Πολιτισμού. Το μνημείο, που βρίσκεται σε κεντρικότατο σημείο της ακριτικής πόλης, θα πάψει να είναι ένα καμένο και ερειπωμένο κουφάρι και θα ανακτήσει στοιχεία από την παλιά του αίγλη. Το θέμα συζητήθηκε χθες στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Με φροντίδα της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Βυζαντινών- Μεταβυζαντινών Μνημείων του ΥΠΠΟΑ, ανατέθηκε στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο - Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών-Τομέας IV- Συνθέσεων Τεχνολογικής Αιχμής σε συνεργασία με το Εργαστήριο Αντισεισμικής Τεχνολογίας, η εκπόνηση Ερευνητικού Προγράμματος. Επιστημονική Υπεύθυνος ήταν η επίκουρος καθηγήτρια Ελευθερία Τσακαvίκα και κύριος ερευνητής ο αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ Χαράλαμπος Μουζάκης.
Στόχος του προγράμματος ήταν να πραγματοποιηθεί αναλυτική γεωμετρική - αρχιτεκτονική αποτύπωση, ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης του μνημείου και του μιναρέ, παθολογία και αποτίμηση της κατάστασης διατήρησης των τοιχοποιιών και των σωζόμενων στοιχείων του φορέα και της οροφής της . Δεύτερο σημείο ήταν να προταθεί η επίλυση των προβλημάτων που έχουν προκύψει και να είναι δυνατή η αποκατάσταση του μνημείου.
Κατά την εκπόνηση του Ερευνητικού Προγράμματος δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη διερεύνηση του ιδιότυπου-πυραμοειδούς μορφής - αρχικού ξύλινου φορέα της στέγης και της αναρτώμενης από αυτόν ξύλινης οροφής, με στόχο τη μορφολογική - τυπολογική αναπαράστασή τους. Ταυτοχρόνως, έγινε εκτίμηση του βαθμού των βλαβών που έχουν προκληθεί στις τοιχοποιίες του μνημείου, λόγω των θερμικών φορτίων που αναπτύχθηκαν κατά την εκδήλωση της πυρκαγιάς. Εφαρμόστηκαν διαγνωστικές διερευνήσεις με μη καταστρεπτικές μεθόδους. Διερευνήθηκε και αναλύθηκε η στατική και σεισμική συμπεριφορά και επάρκεια του μνημείου με φέροντα οργανισμό από τοιχοποιία, καθώς και του αρχικού φορέα της στέγης και της οροφής και διατυπώθηκαν προτάσεις και λύσεων για την ανακατασκευή τους καθώς και την αποκατάσταση του συνόλου των δομικών και αρχιτεκτονικών στοιχείων.
Στο κέντρο του Διδυμοτείχου
Το Τέμενος Βαγιαζήτ βρίσκεται στο κέντρο της πόλης του Διδυμότειχου. Πρόκειται για ένα από τα πιο επιβλητικά μουσουλμανικά τεμένη στην Ελλάδα και ένα από τα πιο σημαντικά κτήρια που ανεγέρθηκαν στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Το Τέμενος εγκαινιάστηκε, σύμφωνα με την επιγραφή της κύριας εισόδου, τον Μάρτιο του 1420. Καλύπτει έκταση σχεδόν ενός στρέμματος (εξωτερικές διαστάσεις περ. 32,30 Χ30,00μ.)και αποτελείται από μια τετραγωνικής κάτοψης αίθουσα προσευχής και έναν μιναρέ στη δυτική γωνία.
Αναφέρεται ως το μεγαλύτερο σε έκταση (επιφάνειας σχεδόν ενός στρέμματος) τέμενος στον χώρο των Βαλκανίων. Πέραν της σπουδαιότητας της αρχιτεκτονικής του μορφής, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιγραφές και οι διαφόρων περιόδων, τοιχογραφίες του.
Στο εσωτερικό του τεμένους, στην αίθουσα προσευχής, υπάρχουν τέσσερις λιθόκτιστοι πεσσοί, σε ορθογωνική διάταξη παράλληλη με τις εξωτερικές τοιχοποιίες. Στην νοτιοανατολική τοιχοποιία του τεμένους, υπάρχει το μιχράμπ (Mihrab) (ιερό), προσανατολισμένο στην κατεύθυνση της Μέκκας. Πάνω από το μιχράμπ, σώζεται παράσταση στην οποία απεικονίζεται η ουράνια πόλη. Κάτι εξαιρετικά σπάνιο, γενικά, σε ευκτήριους οίκους μουσουλμάνων, όπου δεν εμφανίζεται εικονική ζωγραφική.
Στην κατώτερη ζώνη, εκατέρωθεν του μιχράμπ και της κύριας εισόδου, εσωτερικά, υπάρχουν τοξωτές κόγχες. Νότια του μιχράμπ υπήρχε ξύλινο μινμπάρ (Minbar), το οποίο καταστράφηκε κατά την πυρκαγιά. Επίσης στο εσωτερικό του τεμένους, πάνω από τη θύρα, υπήρχε μια ξύλινη εξέδρα, το μαχφίλ (Mahfil), το οποίο καταστράφηκε κατά την πυρκαγιά.
Η τετρακλινής ξύλινη στέγη με ύψος κορυφής από τη στέψη των εξωτερικών τοίχων τα 12,00μ., και κλίση 43 μοιρών , εδραζόταν στην περιμετρική τοιχοποιία και στους 4 εσωτερικούς λίθινους πεσσούς, οι οποίοι κατασκευάστηκαν για να μειώσουν το τεράστιο άνοιγμά της. Η επικάλυψη της ήταν από μολυβδόφυλλα. Από τη δενδροχρονολόγηση, η κοπή των περισσότερα ξύλων της στέγης έγινε το1438. Εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν όλα τα αποτυπώματα της στέγης και της οροφής στην τοιχοποιία και ταυτοποιήθηκαν ξύλινα θαμμένα στη στέψη του τοίχου. Όλα τα στοιχεία συνέβαλαν στην αναγνώριση της στέγης και την αποκωδικοποίηση της, καθώς και στην ακριβή χάραξη και σχεδιασμό της στέγης και της οροφής.
Στην περίπτωση του τεμένους, δεν έχουν χρησιμοποιηθεί μεταλλικά στοιχεία αλλά ένα ξύλινο σύστημα με εγκάρσια ξύλα. Η στέγη χωρίζεται σε 2 ζώνες καθ’ ύψος. Διαπιστώθηκε η χρήση ήλων διαφόρων διαστάσεων με μεγαλύτερο μήκος 59 εκ. με διαστάσεις κορμού 2,1 – 1,7 εκ.. Στο εσωτερικό και κεντρικό χώρο, υπήρχε νεότερη (19ος αι.) ξύλινη τρουλωτή οροφή, η οποία εδραζόταν μέσω ξύλινων τριγώνων, τυμπάνων και τόξων στους 4 εσωτερικούς πεσσούς μέσω ξύλινων σφαιρικών τριγώνων και τόξων. Η μορφή της προγενέστερης αρχικής ξύλινης οροφής στο κεντρικό τμήμα, δεν μας είναι γνωστή. Το δάπεδο αποτελείται από λίθινες πλάκες μεγάλων διαστάσεων.
Ζωγραφικός διάκοσμος
Οι εσωτερικοί τοίχοι φέρουν ποικίλες στρώσεις επιχρισμάτων και ζωγραφικό διάκοσμο διαφόρων φάσεων. Οι διάφορες στρώσεις έχουν αποκαλυφθεί σε αρκετές θέσεις λόγω της φωτιάς και λόγω της έκθεσης στις καιρικές συνθήκες. Η εξωτερική παρειά του συνόλου των όψεων με εξαίρεση τμήματα της κύριας όψης, είναι ιδιαίτερα επιμελώς δομημένη με καλολαξευμένους λίθους, τοποθετημένους σε οριζόντιες ζώνες μεταβαλλόμενου πάχους, με πολύ καλή επαφή μεταξύ τους.
To μεγαλύτερο πρόβλημα των τοιχοποιιών έχει προκύψει λόγω της φωτιάς η οποία επηρέασε την φέρουσα ικανότητα των δομικών στοιχείων (λίθων, οπτόπλινθων και συνδετικών κονιαμάτων) των τοιχοποιιών (εξωτερικών τοίχων πεσσών και κυρίως του μιναρέ) με διάφορους τρόπους. Οι πολύ μεγάλες θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν, είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή και απώλεια του συνόλου της διατομής της συντριπτικής πλειονότητας των μελών της στέγης και της οροφής. Επίσης, την πλήρη απώλεια αντοχής (έντονη παραμόρφωση-πλαστικοποίηση και κατάρρευση στο εσωτερικό του μνημείου, πάνω στην ξύλινη στέγη και τα εσωτερικά ικριώματα), των μεγάλων διατομών βαρέως τύπου του μεταλλικού στεγάστρου του μνημείου. Η παραμένουσα αντοχή των λίθων είναι στο 50-70%της αρχικής. Στη στέψη της τοιχοποιίας, όπου εδραζόταν η στέγη και η οροφή σε διάφορες στάθμες, παρατηρείται σημαντική αποδιοργάνωση, λόγω της απώλειας και πτώσης των ξύλων κατά τη διάρκεια της φωτιάς και λόγω της διαβρωτικής δράσης των καιρικών φαινομένων (βροχή, άνεμος, εισροή νερού κλπ.). Οι επεμβάσεις που έγιναν σε διάφορες χρονικές περιόδους, η απουσία συντήρησης του μνημείου για πολλά χρόνια, και η έλλειψη στέγασης της μετά τη φωτιά, η οποία επέτρεψε τη διαβρωτική δράση της βροχής (εισροή νερού) και του ανέμου, αποτελούν τους αμέσως επόμενους επιβαρυντικούς παράγοντες.
Μετά την απώλεια της στέγης οι μεγαλύτερες βλάβες που παρουσιάστηκαν στο μνημείο λόγω της φωτιάς ήταν στον μιναρέ. Η σοβαρότητα αυτών έχει οδηγήσει το μιναρέ σε κατάσταση ετοιμορροπίας. Μετά από ενημέρωση των αρμοδίων υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ από την ερευνητική ομάδα, ήδη από τα πρώτα στάδια της μελέτης διενεργήθηκε αυτοψία και λήφθηκαν άμεσα σωστικά μέτρα. Ο μιναρές παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα και πριν την εκδήλωση της φωτιάς τα οποία όμως επιδεινώθηκαν πολύ μετά τη φωτιά. Η βάση του είναι κατακερματισμένη λόγω της φωτιάς και παρουσιάζει σοβαρότατη επικινδυνότητα, ιδίως σε περίπτωση ακόμα και μικρής έντασης σεισμικής δράσης.
Η τελευταία φάση
Σύμφωνα με την τεκμηρίωση και ανάλυση του μνημείου που παρουσιάστηκε στο συμβούλιο, προτάθηκε να αποκατασταθεί η τελευταία φάση πριν την πυρκαγιά (αρχές του 20ου αιώνα) με ανάδειξη, παράλληλα, στοιχείων των προηγούμενων φάσεων , ώστε να είναι αναγνώσιμη η δομική ιστορία του μνημείου και οι επεμβάσεις που έγιναν σε διάφορες χρονικές περιόδους. Δεν προτείνεται η προγενέστερη φάση λόγω των προβλημάτων που παρουσιάζει η υλοποίηση.
Ανάμεσα σε άλλα, θα υπάρξει συντηρήση τα λίθινων μελών των ανοιγμάτων και των μεταλλικών κιγκλιδωμάτων και ανακατασκευή των ξύλινων κουφωμάτων των θυρών και των παραθύρων, με μορφή όμοια με των αρχικών. Σε όσους λίθους της τοιχοποιίας του τεμένους παρουσιάζονται εκτεταμένες βλάβες από φωτιά θα αντικαθίσταται μόνο το τμήμα που παρουσιάζει πρόβλημα με νέο λίθο πλάτους αντίστοιχου του τμήματος που αφαιρέθηκε. Όσοι παρουσιάζουν χρωματισμό λόγω φωτιάς θα στερεωθούν με μεθόδους συντήρησης.
Απαιτείται λήψη άμεσων σωστικών μέτρων στερέωσης των επιχρισμάτων, ιδιαίτερα αυτών που βρίσκονται κοντά στη στέψη της τοιχοποιίας, τα οποία μετά την πυρκαγιά και λόγω της έκθεσης τους στις καιρικές συνθήκες παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα αποκόλλησης ιδιαίτερα στον άνω τμήμα των τοίχων (περιοχές γωνιών). Θα παραμείνουν χωρίς επίχρισμα μόνο κάποιες περιοχές οι οποίες βοηθούν στην ανάγνωση του μνημείου και της ιστορίας του.
Πολύ σημαντική είναι η διατήρηση του ζωγραφικού διακόσμου με την αντίστοιχη στρωματογραφία όπως έχει αποκαλυφθεί και σώζεται σήμερα και η απομάκρυνση των ασβεστοεπιχρισμάτων πάνω από την τελευταία φάση (πχ. πεσσούς), τα οποία περιβάλλουν τα ιδεογράμματα. Αναγκαία είναι και η αποδόμηση του μιναρέ μέχρι τη στέψη της τοιχοποιίας Θα επιλεγούν ποιοι λίθοι μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν και ποιοι θα αντικατασταθούν με νέους. Η αναδόμησή του θα γίνει διατηρώντας την οικοδομική φάση με τους δύο εξώστες και την προσθήκη του κώνου στέψης του. Η χάραξη του κώνου έγινε με βάση παλαιό ιστορικό φωτογραφικό υλικό.
Η ανακατασκευή της ξύλινης στέγης και της οροφής θα γίνει ακολουθώντας το αυθεντικό δομικό σύστημα της στέγης, όπου αυτό είναι δυνατόν, με τοπικές επισκευές και ενισχύσεις, όπου απαιτείται. Θα χρησιμοποιηθεί το αρχικό δασοπονικό είδος του ξύλου, δρυς, το οποίο αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό της αρχικής στέγης και της οροφής. Προτείνεται να ταυτοποιηθούν έστω και ελάχιστα τμήματα της οροφής που είναι αποθηκευμένα στο Μουσείο του Διδυμοτείχου και να τοποθετηθούν στη νέα οροφή.
Για την ανακατασκευή του ξύλινου Minbar θα χρησιμοποιηθεί με ξύλο ξηρής δρυός. Η μορφή και η κατασκευή του προέκυψε επίσης από τις φωτογραφίες που ήταν διαθέσιμες. Θα κατασκευαστεί φωτιστικός κυκλικός πολυέλαιος αναρτώμενος με κεντρική αλυσίδα από τη θολωτή οροφή.