Το αίτημα για ουσιαστική ενίσχυση του πανεπιστημιακού αυτοδιοίκητου περνούσε πάντοτε μέσα από τη διεκδίκηση ρόλου των ΑΕΙ στην αυτονομία τους, λόγου στη διαμόρφωση της ακαδημαϊκής τους φυσιογνωμίας. Όσο θεωρητική μπορεί να εκλαμβάνεται αυτή η διατύπωση από κάποιον που δεν έχει βαθύτερες γνώσεις και ανησυχίες για τα τεκταινόμενα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, άλλο τόσο χιλιοειπωμένη θεωρείται από όποιον έχει παρακολουθήσει εδώ και πολλά χρόνια τη σχετική συζήτηση.
Η θεωρία όμως τώρα έγινε πράξη και η μέχρι πρότινος θεωρητική συζήτηση εξελίσσεται σε λεπτομερή ανάλυση, μπαίνοντας στα σπίτια των υποψηφίων αυριανών φοιτητών μας, που προσπαθούν να λύσουν τον γρίφο του μηχανογραφικού δελτίου που θα συμπληρώσουν.
Ο καθορισμός συντελεστών βαρύτητας για τα πανελλαδικώς και ειδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, σε συνάρτηση με τη διαμόρφωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής δίνει στα πανεπιστημιακά τμήματα τη δυνατότητα να συνδιαμορφώσουν από την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά το προφίλ των πρωτοετών φοιτητών τους. Πολύ απλουστευτικά αυτό σημαίνει ότι ο υποψήφιος που έχει ως επιλογή να σπουδάσει μαθηματικός, δεν μπορεί να καταγράφει τη χειρότερη επίδοση στην εξέταση των μαθηματικών, όπως αντίστοιχα η ΕΒΕ έβαλε φρένο στην εισαγωγή στα ΑΕΙ με λευκή κόλλα χαρτί.
Όμως, οι απλουστεύσεις σταματούν στο επίπεδο αυτό της γενικής συζήτησης. Η εφαρμογή του νόμου επιβάλλει λογική και σύνεση στις επιλογές των Τμημάτων αλλά και στον στρατηγικό σχεδιασμό κάθε Ιδρύματος. Η πρώτη χρονιά εφαρμογής της ΕΒΕ υπογράμμισε ακριβώς αυτή την αναγκαιότητα για σύνεση, ιδιαίτερα σε τμήματα της περιφέρειας που βρέθηκαν χωρίς εισαχθέντες.
Η περισσότερη αυτονομία που αποκτούν τα ΑΕΙ λειτουργεί ως καταλύτης όχι μόνο στον εξορθολογισμό της διαδικασίας φοίτησης αλλά συνολικά στην αναδιάταξη του ακαδημαϊκού χάρτη. Κάθε στρατηγικός σχεδιασμός πάνω σε αυτή την αλλαγή που συντελείται, στον πυρήνα του θα πρέπει να έχει τα προγράμματα σπουδών που προσφέρουν τα Τμήματα, ώστε να γίνουν ακόμη πιο ελκυστικά για τους φοιτητές τους, με όρους διεπιστημονικότητας και επαφής με τις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς εργασίας.
*Ο Νίκος Παπαϊωάννου είναι Πρύτανης του ΑΠΘ