Οι εκπομπές ραδιενεργών σωματιδίων μετά το δυστύχημα στον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα, το 2011, δεν προκάλεσαν αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία, σύμφωνα με τα συμπεράσματα μια επιτροπής εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ, τα οποία δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα στη Βιέννη.
Μετά την προηγούμενη έκθεση, που δημοσιοποιήθηκε το 2013, «δεν τεκμηριώθηκε καμία αρνητική συνέπεια για την υγεία των κατοίκων της Φουκουσίμα, η οποία να μπορεί να αποδοθεί ευθέως στην έκθεσή τους στην ακτινοβολία», ανέφερε η Τζίλιαν Χιρθ, η πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του ΟΗΕ για τη Μελέτη των Επιπτώσεων των Ατομικών Ακτινοβολιών (UNSCEAR).
Η έκθεση αυτή επιβεβαιώνει σε γενικές γραμμές τα κυριότερα συμπεράσματα της προηγούμενης. Η Επιτροπή εκτιμά επίσης ότι η μεγάλη αύξηση που παρατηρήθηκε στους καρκίνους του θυρεοειδούς στα παιδιά που εκτέθηκαν στην ακτινοβολία μπορεί να αποδοθεί στη βελτίωση της διαγνωστικών μέσων αφού έτσι εντοπίζονται «ανωμαλίες που δεν διαπιστώνονταν παλαιότερα».
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) Ράφαελ Γκρόσι εκτίμησε ότι «μολονότι οι καταστροφές προκάλεσαν την έκλυση σωματιδίων στο περιβάλλον, οι επιστήμονες δεν βρήκαν καμία απόδειξη ότι αυτή η ακτινοβολία είχε επιπτώσεις στην υγεία».
Μετά τον σεισμό των 9 βαθμών και το τσουνάμι που προκλήθηκε τον Μάρτιο του 2011, ο πυρηνικός σταθμός της Φουκουσίμα καταστράφηκε, με αποτέλεσμα να εκλυθεί ραδιενέργεια στην ατμόσφαιρα, στα νερά και στο έδαφος της περιοχής, σε απόσταση 220 χιλιομέτρων βορειοανατολικά του Τόκιο. Περίπου 100.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ενώ 19.000 σκοτώθηκαν από την καταστροφή αυτή.
Το πυρηνικό δυστύχημα της Φουκουσίμα είναι το χειρότερο που έχει σημειωθεί μετά από εκείνο του Τσέρνομπιλ, στην Ουκρανία, το 1985, όπου είχε παρατηρηθεί μεγάλη αύξηση στους καρκίνους του θυρεοειδούς.