Δραστική μείωση του δείκτη θνησιμότητας από τον πανδημικό ιό δείχνουν τώρα διεθνείς επιδημιολογικές μελέτες που έχουν αξιολογηθεί, και βάσει αυτών ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ο κίνδυνος θανάτου από COVID - 19 είναι 0,6%.
Οι αρχικές εκτιμήσεις ανέβαζαν το ποσοστό αυτό στο 2-3%, με τον συνυπολογισμό των ασυμπτωματικών ασθενών το ποσοστό έπεσε περίπου στο 1% και τώρα, με τα νεώτερα δεδομένα εκτιμάται στο 0,6%, ποσοστό που θεωρείται και πάλι υψηλό αν συγκριθεί με αυτό της γρίπης που είναι στο 0,1%.
Για την επιβεβαίωση του ποσοστού θνησιμότητας, ο ΠΟΥ προχωρεί επιδημιολογικές μελέτες με έξι διαφορετικά πρωτόκολλα για διαφορετικές κατηγορίες πληθυσμών, σε 50 χώρες, προκειμένου τα δεδομένα να είναι μαζικότερα, καθώς παραμένει άγνωστος ο πραγματικός αριθμός των ανθρώπων που έχουν μολυνθεί από τη νόσο.
Ηπιότερη ασθένεια με μάσκα
Οι ειδικοί του Οργανισμού, εξηγούν βέβαια, πως ο λόγος βελτίωσης της περίθαλψης των ασθενών σχετίζεται με την ολοένα και αυξανόμενη γνώση μας στη διαχείριση της νόσου, αλλά και στα νεώτερα δεδομένα, όπου επιτρέπουν φαρμακευτικές παρεμβάσεις με δεξαμεθαζόνη και άλλες φαρμακευτικές ουσίες. Επιπλέον, τα μέτρα δημόσιας υγείας μπορεί να μην εκμηδενίζουν πλήρως τον κίνδυνο προσβολής από τον ιό, παρόλα αυτά όμως, μειώνουν το ιικό φορτίο, γεγονός που οδηγεί σε μείωση της βαρύτητας της ασθένειας.
Πιθανή η αναζωπύρωση
Και πάλι όμως, όλα τα παραπάνω θετικά δεδομένα, δεν εγγυώνται ότι δεν μπορεί η πανδημία να ανακάμψει σημαντικά και να οδηγηθούμε σε νοσηλείες και θανάτους σε καταστροφικό βαθμό.
Γι΄ αυτό οι επιτελείς του ΠΟΥ επεσήμαναν ότι όσο αυξάνονται τα νέα περιστατικά, τόσο θα ακολουθεί τις επόμενες ημέρες και η αύξηση των ασθενών που θα χρειάζονται νοσηλεία και πιθανόν και εντατική. Και έχει σημασία η έγκαιρη θεραπευτική αντιμετώπιση, από τα πρώιμα στάδια, προκειμένου να μειωθεί η βαρύτητα της νόσου.
Τα ποσοστά στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, νοσηλεύονται σήμερα 600 ασθενείς σε ολόκληρη τη χώρα, εκ των οποίων οι 500 στην Αθήνα, σε διάφορες κλινικές, αλλά και σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων, ο δείκτης θνησιμότητας από COVID στην Ελλάδα είναι μέτριος, καθώς υπολογίζεται στο 6,9 ανά εκατομμύριο πληθυσμού, όταν το ποσοστό θεωρείται υψηλό από τους 10 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού και πάνω.
Σύμφωνα με τον πνευμονολόγο, επιμελητή Α' του "Σωτηρία" Γιώργο Χειλά, ο αριθμός των νοσηλευομένων είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς το 70% των διαγνωσθέντων δεν εισάγεται στο νοσοκομείο. Παρόλα αυτά, πιο σημαντικό είναι να προλάβουν οι θεράποντες γιατροί να μην χρειαστεί η εντατική θεραπεία ή η διασωλήνωση. Μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, καθώς πάνω από 10.000 ασθενείς έχουν πάρει εξιτήριο και έχουν αναρρώσει μετά από νοσηλεία.
Ο κ. Χειλάς, επισημαίνει ότι μια παράμετρος που οδηγεί σε αύξηση των νοσηλευομένων είναι οι εστίες υπερμετάδοσης. Από τους νοσηλευόμενους αυτούς, πολύ μικρό ποσοστό διασωληνώνεται.
Να προλάβουμε την Εντατική
"Εκείνο που έχει σημασία όμως", προσθέτει, "είναι η ανάγκη για στελέχωση των απλών μονάδων νοσηλείας με το κατάλληλα εκπαιδευμένο και έμπειρο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, προκειμένου οι ασθενείς να έχουν καλύτερη περίθαλψη. Πολύ περισσότερο, αφού το υπάρχον προσωπικό και είναι ελάχιστο και έχει υποστεί κόπωση με την αντιμετώπιση της πανδημίας, αδιάκοπα από τον Φεβρουάριο μέχρι σήμερα".
Το γεγονός αναγνωρίζεται ούτως η άλλως από την πολιτεία η οποία έχει δηλώσει την πρόθεση για ενίσχυση του δυναμικού του συστήματος υγείας, όμως τώρα δίνεται προτεραιότητα στις ΜΕΘ.
Εντούτοις, ο κ. Χειλάς υπογραμμίζει ότι τώρα θα πρέπει να δοθεί έμφαση στις κλινικές COVID, καθώς οι συνθήκες είναι εξαιρετικά πιεστικές και οι ασθενείς χρειάζονται αυξημένη προσοχή προκειμένου να αποφευχθεί η μετάβασή τους στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.