Η συνήθης απάντηση στο ερώτημα του τίτλου έχει, κυρίως, δεοντικό χαρακτήρα: Είτε είναι πολιτική είτε νομική, δεν επικεντρώνεται στην ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης με σύγχρονα εργαλεία. Ως αποτέλεσμα, οι απαντήσεις δεν μεταφράζονται σε πράξη και η συζήτηση απασχολεί μόνον τους επαϊοντες.
Η μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κέντρο στην αυτοδιοίκηση γίνεται, συνήθως, με την ονομαστική μεταφορά αρμοδιοτήτων που διακρατά η κεντρική κυβέρνηση. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ο αυστηρός έλεγχος των μεταφερόμενων αρμοδιοτήτων, αν και με βάση το κριτήριο της τοπικότητας, η μεταφορά θα έπρεπε να αφορά όλες τις συναφείς αρμοδιότητες που αφορούν τοπικές υποθέσεις (εξαίρεση αποτελούν τα προγράμματα «Καποδίστριας» και «Καλλικράτης»).
Σύμφωνα με το μοντέλο της ιεραρχικής διάρθρωσης του κράτους (νομικό κριτήριο) όλες οι αρμοδιότητες ανήκουν στον Υπουργό και εκχωρούνται με δική του απόφαση στα υπόλοιπα επίπεδα διοίκησης και αυτοδιοίκησης. Η αντίληψη και παρακτική αυτή παρέμεινε ισχυρή στη χώρα μας, παρ’ όλον ότι η διεθνής και εγχώρια συζήτηση είχε μετακινηθεί, εδώ και δεκαετίες, προς ένα λειτουργικό κριτήριο αξιολόγησης και απόδοσης αρμοδιοτήτων.
Έχω υποστηρίξει το λειτουργικό κριτήριο αξιολόγησης των αρμοδιοτήτων, με κάθε ευκαιρία (βλ. Λειτουργική αξιολόγηση, ΟΟΣΑ, 2011, Επιτροπή Κοντιάδη για την αποκέντρωση αρμοδιοτήτων, 2021). Σύμφωνα μ’ αυτό, όλες οι αρμοδιότητες που οριοθετούν λειτουργίες/ενεργήματα μιας δημόσιας πολιτικής πρέπει να ομογενοποιούνται με βάση τη διαπίστωση ότι αποτελούν τμήματα μιας ενιαίας, εννοιολογικά και πραξεακά, δημόσιας πολιτικής. Εάν η στρατηγική, οι στόχοι και τα αποτελέσματα ειδικότερων αρμοδιοτήτων συγκλίνουν, τότε, αυτές αποτελούν τμήματα μιας ενιαίας δημόσιας πολιτικής, ανεξαρτήτως του επιπέδου διοίκησης που, σήμερα, ασκούνται.
Το λειτουργικό κριτήριο δεν έχει ως καταληκτικό όριο την αρμοδιότητα και το πρόσωπο του Υπουργού αλλά ένα Σύστημα Δημόσιας Πολιτικής που υπακούει στους κανόνες της πολυ-επίπεδης Διακυβέρνησης. Κάθε επίπεδο- Κέντρο, Περιφέρεια, Δήμος- σχεδιάζει, εφαρμόζει και αξιολογεί τα αποτελέσματά του που προκύπτουν από τις αρμοδιότητες που ασκεί με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της ποιότητάς τους.
Με βάση το λειτουργικό κριτήριο, στην κεντρική διοίκηση (πρέπει να) ανήκει ο σχεδιασμός των κανονιστικών πράξεων, η λήψη των σχετικών αποφάσεων και η παρακολούθηση της εφαρμογής αυτών.
Υποδιαίρεση αυτής της διαίρεσης είναι η κατάταξη των αρμοδιοτήτων σε τέσσερις διοικητικές τυπολογίες: Στις επιτελικές, υποστηρικτικές, παροχικές και ελεγκτικές (κοινές ή αποκλειστικές, αποφασιστικές ή συμβουλευτικές) οι οποίες, περαιτέρω διακρίνονται σε:
Α) Επιτελικές
- Στρατηγικός Σχεδιασμός
- Παρακολούθηση της εφαρμογής
- Αξιολόγηση αποτελεσμάτων
- Απλούστευση διαδικασιών
- Οικονομικός προγραμματισμός
- Συντονισμός
- Διαχείριση γνώσης (επικοινωνίας)
Β) Υποστηρικτικές
- Οικονομική διαχείριση και διαχείριση πόρων.
- Οργανωτικές διευθετήσεις και διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού.
- Υποστήριξη σε ζητήματα λειτουργίας Η/Υ και συντήρησης δικτύων.
Γ) Παροχικές
- Αδειοδότηση σε πολίτες/επιχειρήσεις
- Εγκρίσεις
- Πιστοποιήσεις
- Ταυτοποιήσεις
- Πληροφόρηση/ επικοινωνία
Δ) Ελεγκτικές
- Επιθεωρήσεις
- Εσωτερικοί έλεγχοι
Πολλές από τις επιτελικές αρμοδιότητες πρέπει να παραμείνουν (και να αποκτήσουν ουσιαστική υπόσταση και να μην αποτελούν μόνον ένα πομπώδη τίτλο μιας Γενικής Διεύθυνσης/Διεύθυνσης), ενώ οι περισσότερες από τις υποστηρικτικές πρέπει είτε να συγχωνευθούν είτε να εκχωρηθούν με όρους κόστους - ωφέλειας στον ιδιωτικό τομέα. Οι παροχικές αρμοδιότητες μπορεί να αναπτυχθούν και να βελτιωθούν πολύ περισσότερο, εάν υπάρξει μια ειλικρινής συνεργασία μεταξύ του Δημοσίου, του ιδιωτικού τομέα και των Πανεπιστημίων που θα συνδράμουν την έρευνα για τους βέλτιστους τρόπους εξυπηρέτησης των πολιτών.
Αντίστοιχες κατηγορίες αρμοδιοτήτων πρέπει να αποκτήσει και η αυτοδιοίκηση. Μόνο έτσι θα μπορεί να σχεδιάζει, να εφαρμόζει και να αξιολογεί την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ή την πρωτοβάθμια παιδεία ή την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προώθηση του πολτισμού και του τουρισμού.
Εάν υιοθετηθεί μια ανάλογη ταξινόμηση των αρμοδιοτήτων, τότε, το Υπουργείο Εσωτερικών πρέπει να δημιουργήσει ένα ηλεκτρονικό αποθετήριο (βάση δεδομένων) στο οποίο θα καταχωρηθεί από κάθε Υπουργείο το σύνολο των αρμοδιοτήτων του σε μια ειδικά σχεδιασμένη βάση δεδομένων.
Περαιτέρω, πρέπει να δημιουργηθεί στο Υπουργείο ένας πάγιος μηχανισμός ο οποίος θα ελέγχει ποιες αρμοδιότητες (τόσο από τις νεώτερες όσο και από τις παλαιότερες) θα μεταβιβάζονται στους ΟΤΑ μετά από διαβούλευση με τους συλλογικούς φορείς της αυτοδιοίκησης (ΚΕΔΕ-ΕΝΠΕ).
Τα τελικά «πακέτα αρμοδιοτήτων» θα εισηγείται ο Υπουργός ΥΠ.ΕΣ. στην εθνική αντιπροσωπεία, μια φορά τον χρόνο, και κατά προτίμηση στην αρχή του. Μαζί με τις αρμοδιότητες θα μεταφέρονται, βεβαίως, οι υλικοί και οι άυλοι απαιτούμενοι πόροι.
Σημειωτέον ότι η πολιτική συγκυρία για την επίλυση του μεγάλου αυτού θέματος για την ελληνική δημόσια διοίκηση είναι θετική: Κόμματα και φορείς της αυτοδιοίκησης έχουν υιοθετήσει το λειτουργικό κριτήριο (βλ. κοινά πορίσματα συνεδρίων ΕΝΠΕ-ΚΕΔΕ) και θεωρούν ώριμη την αυτοδιοίκηση για να αναλάβει το σύνολο των ευθυνών (αρμοδιοτήτων) σε σχέση με συγκεκριμένα πεδία πολιτικής.
Με το τρόπο αυτό θα πάψει η μεταφορά αρμοδιοτήτων να αποτελεί μια διελκυστίνδα μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και της αυτοδιοίκησης. Θα αποκτήσει έναν χρηστικό χαρακτήρα επ’ ωφελεία των Ελλήνων πολιτών και της ελληνικής Πολιτείας.