Έχει έννοια να προσπαθούμε να προβλέψουμε τόσο την παγκόσμια όσο και την ελληνική ανάπτυξη όταν δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει ο αδίστακτος πόλεμος των Ρώσων στην Ουκρανία; Κάτι ήξερε ο διεθνούς φήμης συγγραφέας Dan Brown ο οποίος έγραψε στο βιβλίο του με τίτλο «The Da Vinci Code» ότι «το σήμερα είναι σήμερα. Αλλά υπάρχουν πολλά αύριο». Ο δε Διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Andrew Bailey προσπάθησε να δικαιολογήσει τις αλλεπάλληλες αστοχίες της Τράπεζας στην εκτίμηση του Βρετανικού πληθωρισμού και της Βρετανικής ανάπτυξης λέγοντας το τετριμμένο ότι δεν περιμένει κανείς από την Τράπεζα της Αγγλίας να προβλέπει πολέμους.
Υπό το βάρος, λοιπόν, της αύξησης της τιμής του πετρελαίου άνω των 100 δολαρίων ανά βαρέλι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά τώρα ανάπτυξη 3,5% της ελληνικής οικονομίας για το 2022 και ανάπτυξη 3,1% για το 2023 (Spring 2022 Economic Forecast: Russian invasion tests EU economic resilience). Αντί, όμως, να προσπαθούμε να κάνουμε προβλέψεις οι οποίες ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να ανατραπούν, δεν είναι πιο «ασφαλές» να συζητήσουμε τους παράγοντες, και τον βαθμό στον οποίο οι συγκεκριμένοι παράγοντες, επηρεάζουν την ελληνική ανάπτυξη;
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Χρησιμοποιώ τα χρονολογικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας (από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα) και εξετάζω, μέσω του ποσοτικού υποδείγματος Vector AutoRegression (VAR), την επίδραση των παρακάτω μεταβλητών στον ρυθμό της ελληνικής οικονομικής ανάπτυξης: (α) διεθνής ανάπτυξη, την οποία προσεγγίζω από την ανάπτυξη στις χώρες του ΟΟΣΑ (με θετικό πρόσημο), (β) τιμή πετρελαίου σε ευρώ (με αρνητική επίδραση), (γ) ανταγωνιστικότητα τιμών της ελληνικής οικονομίας την οποία προσεγγίζω από το διεθνές μισθολογικό κόστος σε σχέση με το ελληνικό μισθολογικό κόστος (με θετικό πρόσημο), και (δ) επενδυτικό ρίσκο, το οποίο προσεγγίζω από το spread μεταξύ του 10ετούς κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου και του αντίστοιχου γερμανικού (με αρνητική επίδραση).
Τι προκύπτει από το παραπάνω υπόδειγμα; Σε χρονικό ορίζοντα μέχρι και τέσσερα έτη, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας επηρεάζεται, μέχρι και 36% της διακύμανσής του, από το επενδυτικό ρίσκο!
Ακολουθεί, η διεθνής ανάπτυξη με επίδραση της τάξης του 33%. Αμέσως μετά, και πάλι σε βάθος τετραετίας, ο ρυθμός ανάπτυξης μας επηρεάζεται, σε αξιοσημείωτο βαθμό, ήτοι μέχρι και 21% της συνολικής του διακύμανσης, από το «ιστορικό», ήτοι το «momentum» της ελληνικής ανάπτυξης. Μικρότερη επίδραση στην ελληνική ανάπτυξη εξασκούν η τιμή πετρελαίου (με επίδραση 8% στην ελληνική ανάπτυξη) και η ανταγωνιστικότητα τιμών (με επίδραση 2%).
Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από τα παραπάνω; Το πετρέλαιο επηρεάζει μέχρι και 8% την ελληνική οικονομία. Η επίδραση δεν είναι αμελητέα. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία θα υποστεί αρνητική «πίεση» από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, την οποία, η ελληνική κυβέρνηση, δεν μπορεί (βέβαια) να ελέγξει. Ούτε όμως μπορεί, η ελληνική κυβέρνηση, να καθορίσει τις εξελίξεις στη διεθνή ανάπτυξη. Σίγουρα, όμως, μπορεί να καθορίσει την ανταγωνιστικότητα τιμών και, πιο συγκεκριμένα, το μισθολογικό κόστος στη χώρα μας.
Επειδή όμως η ανταγωνιστικότητα τιμών έχει μικρή επίδραση στην ελληνική οικονομία, οι αυξήσεις στους μισθούς, ως «αντίβαρο» στον αυξανόμενο πληθωρισμό, θα μπορούσαν να είναι σχετικά γενναιόδωρες. Βέβαια, οι πρόσφατες ανακοινώσεις της κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού «επιβραβεύονται» από τα γεγονότα καθώς ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς (υπό τον καλό συνάδελφο Ηλία Λεκκό), συμπεραίνει ότι ο πληθωρισμός για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα έως 750 ευρώ είχε ήδη φτάσει τα επίπεδα του 10,6%, ενώ στα εύπορα νοικοκυριά με εισόδημα άνω των 3.500 ευρώ ο πληθωρισμός περιορίζεται στο 8,5%.
Καθώς, λοιπόν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μου, η ελληνική οικονομία, εξαρτάται τα μέγιστα από το επενδυτικό ρίσκο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τη δυνατότητα, ως ένα βαθμό, να μειώσει τις οικονομικές αναταράξεις από τον πόλεμο των Ρώσων. Αυτό θα γίνει μέσω της προσπάθειας για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα υπολείπεται, για παράδειγμα, σε μεγάλο βαθμό της Πορτογαλίας και Ισπανίας ως προς την ικανότητα του κράτους να εφαρμόζει πολιτικές οι οποίες παροτρύνουν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα (Γιατί ανεβαίνει το κόστος δανεισμού στην Ελλάδα;).
Με άλλα λόγια, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, η οποία θα συμπιέσει το επενδυτικό ρίσκο, και θα επιταχύνει την επιστροφή της χώρας μας στην επενδυτική βαθμίδα, μπορεί να λειτουργήσει ως μερικό «αντίβαρο» στην κρίση πετρελαίου την οποία πυροδότησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία!
* Ο Κώστας Μήλας είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool