Θρασύς, υπερόπτης αλαζόνας και άκρως προκλητικός, εμφανίζεται ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Χ. Φίσερ σήμερα στους «Κυριακάτικους Τάιμς» με μια επιστολή του. Απαντά στο άρθρο της Σάρα Μπάξτερ με το οποίο εκείνη ζητούσε από τον Μπόρις Τζόνσον να στείλει πίσω τα γλυπτά του Παρθενώνα στην Αθήνα και η άποψή του για την επιστροφή θησαυρών που έχουν διαρπαγεί στερείται κάθε λογικής και ενσυναίσθησης αλλά κυρίως κάθε ηθικού διλήμματος ή προβλήματος.
Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, λέει τα ακόλουθα στην επιστολή του, που δημοσιεύεται στη στήλη αναγνωστών: «Η στήλη της Σάρα Μπάξτερ στα γλυπτά του Παρθενώνα μας ζητάει να φανταστούμε πώς θα αισθανόμασταν αν το Μπιγκ Μπεν είχε μεταφερθεί στην Αθήνα. Αγνοούνται τα πολυάριθμα κτίρια και τα έργα τέχνης που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί, αναμορφωθεί και συχνά μετακινηθεί εκτός συνόρων, όπως το πολύπτυχο του Duccio με τίτλο Maesta, στοιχεία του οποίου έχουν αφαιρεθεί από τον καθεδρικό ναό της Σιένα και βρίσκονται σε μουσεία σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική.
Τα γλυπτά του Παρθενώνα είναι θραύσματα χαμένου συνόλου που δεν μπορούν να επανατοποθετηθούν. Μόνο το 50% περίπου των αρχικών γλυπτών επιβιώνουν από την αρχαιότητα. Ο Παρθενώνας έχει γίνει ένα ευρωπαϊκό μνημείο, ακριβώς επειδή τα γλυπτά του είναι ορατά όχι μόνο στην Αθήνα αλλά στο Λονδίνο και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Το δημόσιο όφελος από αυτή τη διανομή και το τι σημαίνει για την κοινή πολιτιστική μας κληρονομιά είναι αυτονόητο και κάτι για το οποίο πρέπει να πανηγυρίζουμε».
Το πολύπτυχο στο οποίο αναφέρεται ο κ. Φίσερ είχε ζωγραφιστεί από τον Duccio di Buoninsegna και τους μαθητές του και τα εγκαίνια στον καθεδρικό ναό της Σιένα, στην Ιταλία, έγιναν στις 9 Ιουνίου 1312. Εικονίζονται η Παναγία και το βρέφος Ιησούς, Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Αγιος Παύλος, η Αικατερίνη της Αλεξανδρείας, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Άγιος Πέτρος, η Αγία Άννα καθώς και διάφοροι προστάτες άγιοι της πόλης. Οι εικόνες είναι αμφιπρόσωπες, δηλαδή έχουν ζωγραφιστεί και οι δύο όψεις τους. Στην άλλη όψη παρουσιάζονται σκηνές από τον βίο του Χριστού.
Κατά τον 19ο αιώνα, η κεντρική σκηνή του πολύπτυχου με άλλα ζωγραφισμένα τμήματα μεταφέρθηκε στο μουσείο του καθεδρικού ναού της Σιένα, ενώ αρκετοί άλλοι πίνακες αγοράστηκαν από πολλά μουσεία τέχνης στην Ευρώπη και την Αμερική, όπως η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, το Museo Thyssen-Bornemisza (Μαδρίτη) , την Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης (Washington DC), τη συλλογή Frick (Νέα Υόρκη), το Μουσείο Τέχνης Kimbell (Fort Worth).
Είτε πωλήθηκε από τους κτήτορες λόγω οικονομικών προβλημάτων, είτε από τρίτους, μόνο να καμαρώνει κανείς δεν πρέπει που ένα τόσο σημαντικό έργο έχει διαμελισθεί και εκτίθεται σε μουσεία ανά τον κόσμο. Ακόμα χειρότερο είναι όμως το γεγονός ότι παραγνωρίζει, ή μάλλον αποκρύπτει, πως τα γλυπτά του Παρθενώνα τα άρπαξε ο λόρδος Έλγιν και δεν του τα πούλησαν ούτε οι υπόδουλοι τότε Έλληνες, αλλά ούτε καν οι κατακτητές Οθωμανοί. Βεβαίως και δεν επιβιώνει από την αρχαιότητα «μόνο το περίπου 50% των αρχικών γλυπτών» Από την έκρηξη του Μοροζίνι καταστράφηκαν κάποια, αλλά επιβίωσαν πάρα πολλά, από τα οποία σήμερα περίπου τα μισά είναι το Λονδίνο. Αυτά και όσα βρίσκονται σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, έχουν διαρπαγεί, και αυτό μονάχα έντιμο και ηθικό δεν είναι.
Προφανώς το Βρετανικό Μουσείο, που βλέπει να στριμώχνεται πολύ τον τελευταίο καιρό με την απαίτηση για επιστροφή των κλεμμένων θησαυρών- έργων του Φειδία, προσπαθεί να αμυνθεί, δείχνοντας όμως καθαρά πως στερείται κάθε ηθικής. Όπως δεν θα ταίριαζε σε ένα τόσο μεγάλο μουσείο.