Από τη δραματική επίσκεψη του Π. Τσαλδάρη στον Χ. Τρούμαν το 1946, την πολλά υποσχόμενη παρουσία του Κ. Καραμανλή στον Λευκό Οίκο του Τζ. Κένεντι το 1961, τη δύσκολη εμπειρία του Γ. Παπανδρέου με τον Λ. Τζόνσον το 1964 μέχρι τις πρόσφατες επισκέψεις των περισσότερων Ελλήνων πρωθυπουργών, η συνάντηση ενός πρωθυπουργού της Ελλάδας με τον πρόεδρο των ΗΠΑ αποτελεί πάντοτε σημαντικό σταθμό στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Το διήμερο 16-17 Μαΐου 2022 υπήρξε αυτό και κάτι περισσότερο λόγω των ειδικών διεθνών συνθηκών σε συνδυασμό με τον πανηγυρικό χαρακτήρα των 200+1 ετών από την Ελληνική Επανάσταση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κλήθηκε να μιλήσει σε κοινή συνεδρίαση των δυο σωμάτων του αμερικανικού Κογκρέσου (Βουλή των Αντιπροσώπων και Γερουσία) μετά από πρόσκληση της Προέδρου της Βουλής, Νάνσι Πελόζι. Ο συνδυασμός της σαφούς διάθεσης ενίσχυσης του ρόλου της Ελλάδας και της ηγεσίας της με τη μοναδική ευκαιρία που πρόσφερε η επέτειος των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση, οδήγησαν σε αυτή την εξαιρετική για Έλληνα πρωθυπουργό ευκαιρία.
Όπως είχε αναφέρει στην πρόσκληση της η Νάνσι Πελόζι, η διακομματική ηγεσία της Βουλής των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, προσχώρησε σε αυτή την κίνηση - που επιφυλάσσεται σε λίγους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων - με αφορμή τον εορτασμό της επετείου για τα 200 χρόνια της Ελληνικής ανεξαρτησίας, ένα εορτασμό που γίνεται καθυστερημένα λόγω της πανδημίας. Το κίνημα του Αμερικανικού Φιλελληνισμού, παρόν από τη δεκαετία του 1820, υιοθετείται ως ιδεατό υπόβαθρο για την περαιτέρω αναβάθμιση των διμερών σχέσεων με αφορμή την επέτειο.
Με αναφορές τόσο στην επέτειο όσο και στο σήμερα, η ομιλία Μητσοτάκη στην ολομέλεια του Κογκρέσου υπήρξε εξαιρετικά επιτυχημένη άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στις γενικές, αξιακές και ιδεαλιστικές αρχές που αντιλαμβάνεται και αναμένει το ακροατήριο στην Ουάσιγκτον ενόψει της επετείου και τις ειδικές θέσεις και μέριμνες της χώρας μας που πρέπει να καταγράφονται χωρίς να προεξέχουν, να ακούγονται χωρίς να καθορίζουν κυρίαρχα τη συνολική εντύπωση.
Οι αναφορές στις υπερπτήσεις, στον αναθεωρητισμό και τους κινδύνους ήταν παρούσες αλλά ενσωματώθηκαν υποδειγματικά σε ένα ιστορικό - αξιακό αφήγημα που θα σφραγίσει την ιστορία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Η ομιλία αλλά και η εν γένει παρουσία αυτό το διήμερο αποτέλεσε μια καθαρά πρωθυπουργική υπόθεση.
Είχε προηγηθεί σειρά συναντήσεων, με κύρια ανάμεσά τους αυτή του Έλληνα πρωθυπουργού με τον πρόεδρο Μπάιντεν. Σε μια εποχή που η αμερικανική εκτελεστική εξουσία θεωρεί ότι η Τουρκία είναι ακόμη περισσότερο απαραίτητη στο ΝΑΤΟ, η ελληνική στάση όφειλε να είναι σαφής ως προς τα ελληνικά συμφέροντα και αιτήματα αλλά και συνεπής στη θέση της Ελλάδας ως μιας ταιριαστής (ως φιλελεύθερης δημοκρατίας) αλλά και αξιόπιστης συμμάχου.
Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, οι δυο ηγέτες επικεντρώθηκαν στην ισχυρή και περαιτέρω ενισχυόμενη αμυντική συνεργασία, τις κοινές δημοκρατικές αξίες, την κοινή δέσμευση να επεκταθούν περαιτέρω το διμερές εμπόριο και οι επενδύσεις. Συζητήθηκαν επίσης οι εξελίξεις στην Ουκρανία και οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Λευκός Οίκος τονίζει και τις κοινές προσπάθειες για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων, όπως η ενεργειακή ασφάλεια, η κλιματική αλλαγή και οι απειλές για τη δημοκρατία.
Για τους εξοπλισμούς, η έναρξη προεργασίας για τα F-35 σε ορίζοντα εξαετίας κυριάρχησε σε πολλά επίπεδα. Για το ενεργειακό, τα κοινά ενδιαφέροντα είναι πολλά αλλά βέβαια υπάρχουν και τα σημεία που παραμένουν αδιευκρίνιστα. Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για την μετατροπή της Ελλάδος σε πύλη εισόδου για τη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου και τον ρόλο των πλωτών δεξαμενών στην ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία. Αλλά ως προς τον αγωγό Eastmed η αμερικανική πλευρά παραμένει επιφυλακτική και - σε κάθε περίπτωση - η ευρωπαϊκή διάσταση θα είναι κυρίαρχη εφόσον προχωρήσει.
Την ίδια στιγμή, ο Ερντογάν απειλεί να εμποδίσει την ένταξη της Φινλανδίας και, κυρίως, της Σουηδίας, πιέζοντας για την άρση των περιορισμών στους τουρκικούς εξοπλισμούς. Για εντελώς διαφορετικούς λόγους, ούτε η Τουρκία ούτε η Ελλάδα πρόκειται να γίνουν Ισραήλ για τις ΗΠΑ. Όμως η Τουρκία εξελίσσεται σε πρόβλημα. Το οποίο αυτή την περίοδο αντιμετωπίζεται, πάλι, ως αναγκαίο κακό ενόψει του ουκρανικού αλλά οι εντυπώσεις έχουν χαθεί. Το εάν και σε τι βαθμό αυτό πρέπει να απασχολεί την Άγκυρα είναι μια άλλη συζήτηση. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα ανήκει σταθερά και απαρέγκλιτα όχι μόνον στο ΝΑΤΟ αλλά και στην ΕΕ - πράγμα που σε αυτή την ιστορική περίοδο δεν δυσχεραίνει τις βαθιές διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Θα ήταν φυσικά επικίνδυνη φενάκη να θεωρηθεί ότι τα προβλήματα στην Ανατολή Μεσόγειο θα επιλυθούν και οι αναθεωρητικές βλέψεις της Τουρκίας θα ατονίσουν. Η ισορροπία ισχύος μεταξύ των δυο κρατών πρέπει να διορθωθεί συστηματικά και, παράλληλα, η ελληνική πλευρά έχει ένα ιδιαίτερα δύσκολο στοίχημα: να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την Τουρκία και, ταυτόχρονα, να μην καθορίζει την πολιτική της από αυτή. Ο δρόμος είναι μακρύς.
Όμως η επίσκεψη και παρουσία του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη σε συνδυασμό με τα όσα προηγήθηκαν στην ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων τα προηγούμενα χρόνια και την ιστορική αφορμή του έξοχου συμβολισμού των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της περαιτέρω ανάπτυξης σχέσεων όλο και βαθύτερης, όλο και περισσότερο πολυεπίπεδης ελληνοαμερικανικής συνεργασίας.
Τέλος, μια διευκρίνηση ενόψει των αναπόφευκτων διαξιφισμών στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για μια ουσιαστική και αμοιβαία αποδεκτή πρόοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αφορούν είτε τη διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών στην ισορροπία ισχύος (ώστε η Τουρκία να μην τολμήσει να πραγματοποιήσει τα αναθεωρητικά σχέδιά της) είτε τις εξελίξεις στην ίδια την Τουρκία.
Σε όλα τα πλουραλιστικά πολιτικά συστήματα (όπως ευτυχώς είναι το δικό μας) ενδέχεται να υφίστανται και φωνές εκμετάλλευσης ή αμφισβήτησης χειρισμών, στάσεων και εξελίξεων στην εξωτερική πολιτική. Είναι όμως εντελώς λανθασμένο και επικίνδυνα παραπλανητικό να αποδίδεται σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τα αδιέξοδα των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε έναν υποτιθέμενο ελληνικό «μαξιμαλισμό».
Όπως έγινε με την Ιταλία και την Αίγυπτο, η Ελλάδα ξέρει να συμβιβάζεται επ' αμοιβαίο όφελος με χώρες που συνδιαλέγονται και επιζητούν την ειρηνική συμβίωση. Το έχουμε ξαναγράψει: Το πρόβλημα με την Τουρκία βρίσκεται στην Τουρκία.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ