Παρότι σε όλο τον κόσμο ο αυξημένος αριθμός των κρουσμάτων που προκαλεί το στέλεχος Όμικρον δεν συνοδεύεται πλέον με αυξημένες νοσηλείες διασωληνώσεις και θανάτους, στην πατρίδα μας εξακολουθούμε το τελευταίο διάστημα να μετράμε περισσότερους από 100 νεκρούς από κορονοϊό την ημέρα.
Έτσι σε σχέση με την Πορτογαλία που καταγράφει 45 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους και την Ιταλία που έχει παρόμοιο «σκορ», η πατρίδα μας καταγράφει 95 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμό και το φαινόμενο αυτό έχει προβληματίσει πολύ τους ειδικούς οι οποίοι περιμένουν να δουν τους δύο σκληρούς δείκτες της πανδημίας - τις διασωληνώσεις και τους θανάτους να μειώνονται.
Μάλιστα, ο Ιανουάριος αποδείχτηκε ο χειρότερος μήνας σε θανάτους από την αρχή της πανδημίας, με 2710 θανάτους, ενώ το τελευταίο τρίμηνο έχουν καταγραφεί 7562 θάνατοι, με τον πρόεδρο του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας, τον καθηγητή παιδιατρικής Θεοκλής Ζαούτης να εξηγεί ότι βρισκόμαστε στην «ουρά» του πανδημικού κύματος καθώς προηγούνται τα κρούσματα, έπονται με καθυστέρηση οι νοσηλείες και ακόμα πιο καθυστερημένα οι διασωληνώσεις και τελικά καταγράφονται οι θάνατοι οι οποίοι σε αυτό το στάδιο αντιστοιχούν κυρίως στους διασωληνωμένους ασθενείς που είναι καιρό στο νοσοκομείο και έχουνε μολυνθεί με το στέλεχος Δέλτα, ενώ έχουν αρχίσει να υπάρχουν και διασωληνώσεις από το στέλεχος Όμικρον.
Ωστόσο, είναι κατά 50% μικρότερη η πιθανότητα να διασωληνωθούν οι ασθενείς που έχουν προσβληθεί από το στέλεχος Όμικρον.
Πάντως, ενώ το σύστημα υγείας εξακολουθεί να πιέζεται, ήδη γίνεται αισθητή η μείωση του αριθμού των διασωληνωμένων ασθενών αλλά οι θάνατοι δεν παρουσιάζουν ακόμα δυστυχώς καμιά βελτίωση. Πέντε ειδικοί, η αναπληρώτρια υπουργός υγείας Μίνα Γκάγκα, ο καθηγητής παιδιατρικής και πρόεδρος του ΕΟΔΥ Θεοκλής Ζαούτης, η καθηγήτρια παιδιατρικής -λοιμωξιολογίας και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, ο καθηγητής πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Τζανάκης και ο επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου των ΗΠΑ Γιώργος Παυλάκης χαρτογραφούν τους 8 παράγοντες στους οποίους οφείλεται το πολυπαραγοντικό φαινόμενο των αυξημένων θανάτων. Ένα φαινόμενο που δυστυχώς θα αργήσει να υποχωρήσει ώστε να υπάρξει μία βελτιωμένη εικόνα για την πορεία της θνητότητας από λοίμωξη Covid στη χώρα μας. Μέσα σε επόμενες βδομάδες ωστόσο, οι θάνατοι πρέπει να μειωθούν και αν αυτό δε συμβεί θα πρέπει να ψαχτούμε να δούμε τι γίνεται επιδημιολογικά, τονίζει από το πανεπιστήμιο της Κρήτης ο καθηγητής πνευμονολογίας Νίκος Τζανάκης.
Δημογραφικό πρόβλημα
Καταρχάς, η Ελλάδα έχει πολύ έντονο δημογραφικό πρόβλημα. Είναι μαζί με την Ιταλία οι δύο χώρες με τον πιο γηρασμένο λαό της Ευρώπης, με τον πρόεδρο του ΕΟΔΥ να επισημαίνει ότι είμαστε δεύτεροι πανευρωπαϊκά μετά την Ιταλία σε πληθυσμό ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών και τρίτοι σε πληθυσμό ατόμων ηλικίας άνω των 50 ετών. Το Αμερικανικό Κέντρο ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων CDC ότι τα άτομα που είναι ηλικίας 80 ετών και άνω έχουν 300 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου αν προσβληθούν από τον κορονοϊό.
Η ηλικία είναι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης, διασωλήνωσης και θανάτου από τη λοίμωξη του κορονοϊού, ενώ ο δεύτερος παράγοντας είναι η έλλειψη εμβολιασμού.
Ανεμβολίαστος ηλικιωμένος πληθυσμός
Σε αυτόν τον γηρασμένο πληθυσμό έχουμε σύμφωνα με τις τελευταίες καταγραφές ένα σημαντικό ποσοστό 270.000 μεσήλικων κι ηλικιωμένων πολιτών ηλικίας άνω των 60 ετών που δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί έναντι του κορονοϊού, ενώ υπάρχει και ένας υπολογίσιμος αριθμός 744.448 συμπολιτών μας, δικαιούχων της 3ης δόσης που δεν έχουν ακόμα πραγματοποιήσει τον αναμνηστικό εμβολιασμό τους ούτε έχουν κλείσει το ραντεβού, παρότι είναι ξεκάθαρο από τα επιστημονικά στοιχεία που παραθέτει η καθηγήτρια παιδιατρικής – λοιμωξιολογίας και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου πως η 3η δόση είναι απαραίτητη καθώς μειώνει τον κίνδυνο νοσηλείας από 83%-90% και τον κίνδυνο θανάτου κατά 95%.
Κάθε άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας που θα έρθει σε επαφή με τον κορονοϊό κινδυνεύει να νοσήσει ηπιότερα ή σοβαρότερα ανάλογα και με τα υποκείμενα νοσήματά του, με πολλούς ηλικιωμένους συμπολίτες μας να νοσούν από περισσότερα από ένα υποκείμενα νοσήματα. Στην Ελλάδα έχουμε μεγάλους πληθυσμούς πολιτών με περισσότερα από ένα υποκείμενα νοσήματα καθώς η χώρα μας καταγράφει υψηλά ποσοστά ασθενών με διαβήτη, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, καρδιολογικά προβλήματα, ογκολογικά και ρευματολογικά νοσήματα, με πολλούς ασθενείς με δυσλιπιδαιμία, υπέρταση, διαβήτη, παχυσαρκία να είναι φαρμακευτικά αρρύθμιστοι.
Καθυστερημένη άφιξη στο νοσοκομείο με ευθύνη του ασθενούς
Μια πολύ σημαντική παράμετρος, όπως εξηγεί η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα, είναι ότι πολλοί άνθρωποι υποτιμούν τη λοίμωξη του κορονοϊού, ειδικά σε αυτό το κύμα που έχει διαδοθεί στην κοινωνία το λανθασμένο μήνυμα ότι το στέλεχος Όμικρον προκαλεί πολύ πιο ήπια νόσο. Σαν αποτέλεσμα οι ασθενείς πηγαίνουν με μεγάλη καθυστέρηση στο νοσοκομείο. Το φαινόμενο αυτό έχει ήδη καταγραφεί από την εποχή που επικρατούσε το στέλεχος Δέλτα. Τότε υπήρχαν αρνητές του κορονοϊού, της πανδημίας και των εμβολίων που θεωρούσαν ότι τα νοσοκομεία δεν έχουν κάτι να τους προσφέρουν και ότι έπρεπε να περάσουν ήπια την λοίμωξη στο σπίτι. Οι ασθενείς αυτοί πήγαιναν στο νοσοκομείο με 7-10 ημέρες καθυστέρηση κι έφταναν στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών σε πάρα πολύ άσχημη κατάσταση, σχεδόν ημιθανείς.
Εάν κάποιος φτάσει στο νοσοκομείο όταν πλέον έχει διάχυτη πνευμονία και οι βλάβες έχουν εξαπλωθεί στον πνεύμονα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναστραφεί η κατάστασή του, αναφέρει η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας.
Κόπωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας
Μια άλλη παράμετρος που ευθύνεται για αυτήν την κατάσταση είναι όπως εξηγεί, ο Επικεφαλής του Ινστιτούτου Καρκίνου των ΗΠΑ Γιώργος Παυλάκης, ότι το σύστημα υγείας στα δύο χρόνια της πανδημίας πιέζεται στα όρια του και όταν αυξάνονται πολύ οι διασωληνωμένοι ασθενείς, τότε η κόπωση του συστήματος και η κόπωση και του ανθρώπινου δυναμικού που επανδρώνει τις κλινικές covid και τις ΜΕΘ μεταφράζεται σε μειωμένη ποιότητα φροντίδας.
Πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο το οποίο δεν αφορά μονάχα τα ελληνικά νοσοκομεία, τα οποία έχουν και το επιπλέον μειονέκτημα πως έχει προηγηθεί μια 10ετής οικονομική κρίση που αποδυνάμωσε πολύ το ΕΣΥ, θυμίζει ο Επικεφαλής του Ινστιτούτου έρευνας για τον καρκίνο των ΗΠΑ. Τους τελευταίους μήνες είδαμε περιφερειακά νοσοκομεία που δεν διέθεταν τη μεγάλη εμπειρία και τον ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό των μεγάλων νοσοκομείων του λεκανοπεδίου Αττικής, με συνέπεια να καταγράφονται εκεί περισσότεροι θάνατοι από ό,τι στις εντατικές του «Ευαγγελισμού» ή του νοσοκομείου «Αττικόν».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε το εύρημα των προβλεπτικών μοντέλων του καθηγητή πνευμονολογίας του νοσοκομείου Κρήτης Νίκου Τζανάκη επί διάδοσης και κυριαρχίας του στελέχους Δέλτα, πως κάθε 1000 παραπάνω κρούσματα που καταγράφονται ημερήσια μεταφράζονται εν καιρώ σε 70 έως 80 περισσότερες διασωληνώσεις ασθενών και μακροπρόθεσμα δίνουν επιπλέον 10 θανάτους.
Τα lockdown προστάτεψαν τους ηλικιωμένους που τώρα μένουν δίπλα εκτεθειμένοι
Ένα στοιχείο που πρέπει να προστεθεί στο πολυπαραγοντικό φαινόμενο των αυξημένων θανάτων είναι σύμφωνα με τον επικεφαλής του Ινστιτούτου για τον Καρκίνο των ΗΠΑ, Γιώργο Παυλάκη ότι επειδή η διαχείριση της πανδημίας στα πρώτα κύματα με τα περιοριστικά μέτρα προστάτεψε τους ηλικιωμένους, τώρα που δεν υπάρχουν αντίστοιχα περιοριστικά μέτρα, τα άτομα άνω των 60 ετών μένουν εκτεθειμένα, με τους ανεμβολίαστους να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του κινδύνου.
Απουσία οργανωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας
Επίσης, στην Ελλάδα δεν έχουμε οργανωμένη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, δεν υπάρχει ο οικογενειακός γιατρός που θα πάρει ο ασθενής τηλέφωνο και δεν υπάρχουν όλοι οι εξωνοσοκομειακοί κρίκοι στην αλυσίδα της Δημόσιας Υγείας. Η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και η δημιουργία ενός δικτύου προστασίας με τη συμμετοχή γιατρών της γειτονιάς θα μπορούσε να βοηθήσει να φτάνουν νωρίτερα οι ασθενείς στο νοσοκομείο εφόσον παραστεί ανάγκη - και προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ξεκινήσει δράσεις ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών μαζί με τον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης.
Πιο αυστηρή η καταγραφή των θανάτων από κορονοϊό στην Ελλάδα
Τέλος, αύξηση συγκριτικά με τις άλλες χώρες παρουσιάζουν οι θάνατοι από κορονοϊό στην Ελλάδα γιατί η χώρα μας έχει επιλέξει ένα πολύ αυστηρό σύστημα καταγραφής σύμφωνα με το οποίο όταν ένας ασθενής εισαχθεί στο νοσοκομείο με θετικό εργαστηριακό έλεγχο, τότε από οτιδήποτε κι αν πεθάνει - ακόμα και 3 μήνες μετά - ο θάνατος του καταγράφεται σαν θάνατος από κορονοϊό.
Στον αντίποδα, άλλα ευρωπαϊκά κράτη 28 μέρες μετά την εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο σταματούν να θεωρούν ότι υπάρχει συσχέτιση με τον κορονοϊό. Έτσι για παράδειγμα αν ένας ασθενής εισαχθεί με λοίμωξη κορονοϊού σε βρετανικό ή ισπανικό νοσοκομείο και πεθάνει μετά τις 28 μέρες ο θάνατος του δεν καταγράφεται σαν θάνατος Covid.