Σχέδιο «άμεσης δράσης» εξετάζει η ΕΚΤ

Σχέδιο «άμεσης δράσης» εξετάζει η ΕΚΤ

Tου Κωνσταντίνου Μαριόλη

Έντονες είναι οι διεργασίες σε Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη καθώς ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος έχει ατύπως κηρυχθεί σε κατάσταση... έκτακτης ανάγκης.

Οι επενδυτές εγκαταλείπουν τις τράπεζες και οι τραπεζικές μετοχές δέχονται αλλεπάλληλα χτυπήματα με αποτέλεσμα οι αποτιμήσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό να «φλερτάρουν» με το ναδίρ. Αφορμή είναι το εκρηκτικό κοκτέιλ που συνθέτουν η πτώση της τιμής του πετρελαίου, η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας και το φαινόμενο των «κόκκινων» δανείων. Όμως η πραγματική ανησυχία σχετίζεται με τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης, όπως οι γερμανικές και οι γαλλικές.

Πληροφορίες από τη Φρανκφούρτη αναφέρουν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βρίσκεται σε επιφυλακή και ο Μάριο Ντράγκι φέρεται να εξετάζει το ενδεχόμενο έκτακτης παρέμβασης με ένα σχέδιο «άμεσης δράσης». Οι εισηγήσεις που έχει δεχτεί ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας αφορούν στη χρήση «όπλων» που βρίσκονται στη φαρέτρα της ΕΚΤ ως «ύστατες λύσεις» και τα οποία θα έχουν άμεσο αντίκτυπο. Διότι αυξάνονται οι φωνές που κάνουν λόγο για έκτακτες συνθήκες που απαιτούν δραστικά μέτρα. Το βασικό ερώτημα είναι αν στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα κυριαρχήσει η πεποίθηση ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) πρέπει να «πολλαπλασιαστεί».

Αναλυτές και παράγοντες της αγοράς, από την πλευρά τους, προειδοποιούν για τον κίνδυνο μίας «πρωτοφανούς τραπεζικής κρίσης» και καλούν τις αρμόδιες Αρχές να λάβουν μέτρα πριν είναι πολύ αργά.

Ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης έχει δηλώσει ότι η ΕΚΤ θα επανεξετάσει τη νομισματική της πολιτική το Μάρτιο, όμως μας έχει συνηθίσει σε αιφνιδιαστικές κινήσεις. Άλλωστε οι εξελίξεις είναι ραγδαίες με το ευρώ να βρίσκεται σε επίπεδο πριν την εφαρμογή του QE. Παράλληλα, το «ξεπούλημα» στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια... μυρίζει μπαρούτι, με αποτέλεσμα να δοκιμάζονται για μία ακόμη φορά τα «αντανακλαστικά» του «Super Mario».

Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι ακόμα πιο δραματική. Αναλυτές εκτιμούν ότι στη διεθνή συγκυρία και στη γενικότερη τάση αποεπένδυσης από τις τράπεζες, έρχεται να προστεθεί η πολιτική αβεβαιότητα που πηγάζει από το μέχρι στιγμής αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους δανειστές.

Το χθεσινό «κραχ» στη Λεωφόρο Αθηνών σε συνδυασμό με το διεθνές περιβάλλον υποχρεώνουν τις ελληνικές τράπεζες να επανεξετάσουν ενέργειες και χειρισμούς που είχαν σχεδιάσει για τους επόμενους μήνες, δίνοντας έμφαση στην ταχύτητα εφαρμογής πιο δραστικών και επιθετικών πλάνων.

Τραπεζικοί κύκλοι αναφέρονται στην ανάγκη επίσπευσης των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους των δανειστών, τονίζοντας ότι το γενικότερο κλίμα είναι τέτοιο που δεν επιτρέπει νέες καθυστερήσεις. «Για μία ακόμη φορά οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται εγκλωβισμένες σε μία δίνη για την οποία δεν ευθύνονται», σημειώνουν με νόημα.

Η χθεσινή κατάρρευση στο Χρηματιστήριο της Αθήνας εκτιμάται πως σχετίζεται με την τρέχουσα κατάσταση σε πολιτικό επίπεδο και τις «απειλές» για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, όμως ο προβληματισμός δεν έχει μόνο ελληνικό χρώμα.

Πλέον, ο συναγερμός είναι πανευρωπαϊκός και... ακούγεται ξεκάθαρα απ'' άκρη σ'' άκρη στη Γηραιά Ήπειρο, προειδοποιώντας για μία νέα κρίση, που αν ξεσπάσει θα είναι η τρίτη μέσα σε μία δεκαετία με «φόντο», αυτή τη φορά, στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνει.

Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται εξαιτίας της πτώσης του πετρελαίου έχει προκαλέσει μπαράζ συσκέψεων στα κέντρα αποφάσεων καθώς είναι κοινή πεποίθηση ότι η Ευρώπη δεν αντέχει άλλη μεγάλη αναταραχή.

Αυτή τη φορά ποιος θα τις σώσει;

Η αντίδραση του Μάριο Ντράγκι αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού όπως ο ίδιος υποστηρίζει η ΕΚΤ διαθέτει ακόμα αρκετά εργαλεία. Ο Ντράγκι καλείται να... τα βάλει με τον αποπληθωρισμό αλλά και με τις ανησυχίες για την πιθανότητα νέων τραπεζικών αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου. Αναλυτές πλέον αμφιβάλουν για το κατά πόσο υπάρχει «φάρμακο» για τους πιστωτικούς ομίλους που την τελευταία οκταετία «ζήτησαν» από τους επενδυτές και τελικά άντλησαν μέσω ΑΜΚ πάνω από 400 δισ. ευρώ.

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν είναι πλέον ελκυστικές για τους επενδυτές και το συγκεκριμένο γεγονός αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο «καυτά» ζητήματα στην παγκόσμια ειδησεογραφία. Μετά από χρόνια απογοητευτικών αποτελεσμάτων, οικονομικών σκανδάλων, «οδυνηρών» αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου, λανθασμένων διοικητικών αλλαγών, δυσβάσταχτων κανονισμών και στρατηγικών ελιγμών, πολλοί επενδυτές... εγκαταλείπουν τους μεγαλύτερους τραπεζικούς κολοσσούς της Ευρώπης, αναφέρουν ξένα μέσα.

Μεγαθήρια όπως η Deutsche Bank, η Credit Suisse και η UniCredit βλέπουν τη χρηματιστηριακή τους αξία να «βουλιάζει» σε επίπεδα που θυμίζουν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την κρίση χρέους του 2012. Ο κίνδυνος για τον πυρήνα της Ευρωζώνης είναι πλέον ορατός!

Τρανταχτό παράδειγμα... άτακτης τραπεζικής υποχώρησης η ελβετική Credit Suisse, της οποίας η μετοχή κατέγραψε χαμηλό 24 ετών κινούμενη σε επίπεδα... 1991, μετά τα χειρότερα των εκτιμήσεων αποτέλεσμα τετάρτου τριμήνου. Η τράπεζα ανακοίνωσε ζημιές ύψους 5,8 δισ. δολαρίων και μεγάλες εκροές κεφαλαίων από το τμήμα επενδυτικής τραπεζικής. Αποτέλεσμα είναι η διοίκησή της να δέχεται έντονη κριτική και να σχεδιάζει περικοπές 4.000 θέσεων εργασίας μέχρι το τέλος του έτους.

Το πετρέλαιο συμπαρασύρει τις τραπεζικές μετοχές

Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ορισμένες από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης διαθέτουν τεράστια ανοίγματα σε πετρελαϊκές εταιρείες με αποτέλεσμα να εγείρονται ανησυχίες για την αποπληρωμή των δανείων μετά την τεράστια πτώση της τιμής του πετρελαίου.

Αναλυτές εξηγούν ότι κρατικά fund και άλλα επενδυτικά σχήματα χωρών εξαρτώμενων από το πετρέλαιο, όπως από τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και τη Νορβηγία, τυγχάνει να είναι από τους μεγαλύτερους μετόχους των ευρωπαϊκών τραπεζών. Λόγω, λοιπόν, της πτώσης του πετρελαίου προχωρούν σε μαζικές ρευστοποιήσεις μετοχών γιατί χρειάζονται μετρητά και έτσι οι τραπεζικές μετοχές δέχονται επιπλέον χτύπημα.

Για παράδειγμα, σχεδόν το 10% των μετοχών της UniCredit ανήκουν σε funds από το Abu Dhabi, τη Λιβύη και τη Νορβηγία, ενώ επενδυτές από τη Νορβηγία και το Κατάρ κατέχουν περίπου το 10% της Barclays και της Credit Suisse.