Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, χοροστάτησε, σήμερα, στη Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον Ι.Ν. του Αγίου Στεφάνου Μπαλατά, της Ορθόδοξης Βουλγαρόφωνης Κοινότητας της Πόλης, με αφορμή την επέτειο των 130 ετών από τη θεμελίωσή του.
Εκκλησιάστηκαν η αντιπρόεδρος της Βουλγαρίας, Ιλιάνα Λότοβα, o υπουργός Πολιτισμού της ίδιας χώρας, Βέλισλαβ Μίνεκοβ, ο πρέσβης της Βουλγαρίας στην Τουρκία, Άνγκελ Τσολάκοβ, με τον γενικό πρόξενο, Βασίλ Βάλτσεβ, ο πρόεδρος της Κοινότητας, Βασίλειος Λιάζε, προσκυνητές από τη Βουλγαρία και πλήθος πιστών από τη Βουλγαρόφωνη Κοινότητα.
Στην ομιλία του, ο Πατριάρχης, καλωσορίζοντας τους υψηλούς επισκέπτες από τη γειτονική Βουλγαρία και όλους τους προσκυνητές, ενώ υπενθύμισε ότι «ο περικαλλής αυτός ναός ανηγέρθη το έτος 1892 εις την θέσιν της καταστραφείσης Ξύλινης Εκκλησίας, εις την θεμελίωσιν της οποίας την 25ην Οκτωβρίου 1859 είχον συμμετάσχει οι τέσσαρες Πατριάρχαι της Ανατολής».
Σε άλλο σημείο επισήμανε: «Οι Ορθόδοξοι λαοί γνωρίζουν καλώς ότι εις την ζωήν της Εκκλησίας συμπυκνούται όλη η αλήθεια, η οποία τους διέσωσε κατά το παρελθόν, εκφράζει την μαρτυρίαν των εν τω παρόντι, και εγγυάται την πορείαν των προς το μέλλον, εις ένα κόσμον, όπου η ειρηνική συνύπαρξις των διαφορετικών θα εξαρτάται από το εάν και κατά πόσον κυριαρχή ως απόλυτος αξία ο σεβασμός της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας, η οποία ανήκει εις τον πυρήνα του χριστιανικού μας ήθους, της θεωρήσεως του ανθρώπου ως θείου δημιουργήματος, κατ" εικόνα Θεού και καθ" ομοίωσιν πλασθέντος και ως του ηγαπημένου του Θεού, διά την σωτηρίαν του οποίου ο ίδιος ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Οι Ορθόδοξοι πρέπει να είμεθα υπερήφανοι, διότι είμεθα φορείς μιας μοναδικής παραδόσεως θεογνωσίας και ανθρωπογνωσίας, φιλοθείας και φιλανθρωπίας, της αρρήκτου ενότητος της πίστεως προς τον Θεόν και της αγάπης προς τον άνθρωπον, η οποία αποτελεί πρότασιν ζωής, ελευθερίας και πολιτισμού με παγκόσμιον εμβέλειαν. Αυτή η πίστις ενδυναμώνει μεγάλως την εγκόσμιον μαρτυρίαν μας.
Ποτέ η Εκκλησία του Χριστού δεν υπήρξεν αδιάφορος διά τα προβλήματα του ανθρώπου. Ήτο πάντοτε διακονική, κατά τον ιδρυτήν και Κύριόν της, ο οποίος ήλθε ‘"διακονήσαι"" και ουχί ‘"διακονηθήναι"" (Ματθ. η", 28). Η προσφορά της Εκκλησίας προς τον άνθρωπον, την κοινωνίαν και τον πολιτισμόν αφήνει ενεούς και τους πλέον ακραίους αρνητάς της χριστιανικής πίστεως».
Και ο Παναγιώτατος συνέχισε: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και η ημετέρα Μετριότης αγωνίζονται διά την καλήν ορθόδοξον μαρτυρίαν εις τον κόσμον, διά τον διάλογον και την καταλλαγήν, διά την προστασίαν του ανθρωπίνου προσώπου και της δημιουργίας. Αναλαμβάνομεν πρωτοβουλίας ως Εκκλησία εν τη πεποιθήσει ότι αυταί αποτελούν συμβολήν εις την ειρήνην, την συνεργασίαν και τον διάλογον γενικώτερον και ευρύτερον.
Εις την παράδοσιν της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ο σεβασμός προς τον ιδιαίτερον πολιτισμόν και την ιδιοπροσωπίαν των λαών συνυπάρχει με το οικουμενικόν πνεύμα και την πεποίθησιν ότι η πίστις ενοποιεί και κινείται πέραν των πολιτισμικών διαφορών, θεωρούσα αυτάς όχημα διά την μαρτυρίαν περί της πίστεως, της αγάπης και της ελπίδος, τόσον εις το εκάστοτε πολιτισμικόν περιβάλλον όσον και εις τας σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών. Η Ορθοδοξία ουδεμίαν σχέσιν έχει με τον Ορθοδοξισμόν. Εσεβάσθη πάντοτε τον ιδιαίτερον πολιτισμόν και την γλώσσαν των εκχριστιανισθέντων λαών, προέβαλε δε και προβάλλει την καθολικότητα της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητος, ανεξαρτήτως της εθνικής, γλωσσικής και πολιτισμικής συγκροτήσεώς της. Εν τω πλαισίω αυτώ, οι Ορθόδοξοι λαοί, καλλιεργούντες τον πλούτον των παραδόσεών των, όχι μόνον συμβάλλουν εις την πρόοδον και τον πολιτισμόν, αλλά εμπλουτίζουν και την ζωήν της Εκκλησίας. Αι ιδιαίτεραι πολιτισμικαί παραδόσεις είναι συνυφασμέναι με τους κοινούς αγώνας, συχνότατα κάτω από δυσκόλους συνθήκας, διά την καλλιέργειαν και διάσωσιν της Ορθοδόξου ιδιοπροσωπίας μας. Τίποτε δεν είναι ισχυρότερον από την κοινήν Ορθόδοξον πίστιν. Οσάκις εμφανίζονται τάσεις ανατροπής αυτής της ιεραρχήσεως των αξιών εις τον Ορθόδοξον κόσμον, αυταί έχουν εξωγενή προέλευσιν. Το αποτέλεσμα των τάσεων αυτών είναι ότι αποκοπτόμεθα από την πηγήν της ταυτότητος και του πολιτισμού μας και ότι, εκ παραλλήλου, μένει αμάρτυρος εις την οικουμένην ο ορθόδοξος τρόπος του βίου.
Οι ναοί της Πόλεώς μας διηγούνται την μακράν και αδιάκοπον παρουσίαν των Ορθοδόξων Χριστιανών εις την Πόλιν αυτήν. Εις τους ναούς αυτούς οι πιστοί εδόξαζον τον Θεόν διά τας ευεργεσίας του, κατέθετον την χαράν και τον πόνον των, την μετάνοιαν και την εμπιστοσύνην των εις την φιλάνθρωπον αγάπην και την πρόνοιαν του Θεού, εώρταζαν τας πλέον σημαντικάς στιγμάς της ζωής των. Και ο Ιερός Ναός του Αγίου Στεφάνου μαρτυρεί επί εκατόν τριάντα έτη την αλήθειαν της ακαταλύτου Ορθοδόξου εμπειρίας, την πνευματικήν ισχύν της Εκκλησίας του Χριστού ως βίωσιν της ενότητος του λαού του Θεού, της εν Χριστώ ελθούσης χάριτος και της προγεύσεως και προσδοκίας της ερχομένης αιωνίου Βασιλείας, εις την οποίαν ο Θεός ‘"εξαλείψει παν δάκρυον"" εκ των οφθαλμών των ανθρώπων, και ‘"ο θάνατος ουκ έσται έτι"" (Αποκ. κα", 4)».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Παναγιώτατος συνεχάρη τον ιερατικά προϊστάμενο της Κοινότητας αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο Νίτσεβ , «ο οποίος, με πολλήν ποιμαντικήν ευθύνην και ζήλον και με τον δυναμισμόν που τον διακρίνει, ασκεί το πνευματικόν του έργον εκκλησιοπρεπώς, πάντοτε εν αρμονία με τους συνεργάτας του», και εξέφρασε τις θερμές ευχαριστίες του ιδιαιτέρως προς τον πρόεδρο της Κοινότητας, Βασίλειο Λιάζε.
Με την ευκαιρία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης απέστειλε αδελφικό χαιρετισμό προς τον Πατριάρχη Βουλγαρίας, και την ευλογία της Μητρός Εκκλησίας προς τους "Αρχοντες και τον ευσεβή λαό της Βουλγαρίας.
«Αποστέλλομεν εγκάρδιον χαιρετισμόν και ασπασμόν εκ του κλεινού Φαναρίου προς τον Μακαριώτατον Πατριάρχην Βουλγαρίας κ. Νεόφυτον, προσφιλή αδελφόν και συλλειτουργόν ημών εν Κυρίω, διά την πολύτιμον υγείαν του οποίου διαπύρως ευχόμεθα και προσευχόμεθα.
Επίσης επιδαψιλεύομεν, κατά την ευφρόσυνον ταύτην ημέραν, την ευλογίαν της στοργικής Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως προς τους Εξοχωτάτους "Αρχοντας και τον ευσεβή λαόν της Βουλγαρίας, διά την πρωτότοκον θυγατέρα ημών Εκκλησίαν της οποίας σεμνυνόμεθα και καυχώμεθα εν Κυρίω».