Πυρετώδης φαίνεται να είναι η προετοιµασία της κυβέρνησης για τη σύνταξη και υποβολή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας, που θα είναι η βάση για τη χρηµατοδότηση της χώρας από το Ταµείο Ανάκαµψης. Παρ’ όλο που η προθεσµία υποβολής εκτείνεται από τις 15 Οκτωβρίου 2020 µέχρι τις 30 Απριλίου 2021, ο στόχος της κυβέρνησης είναι να υποβάλει το ελληνικό σχέδιο την πρώτη ηµέρα της προθεσµίας αυτής. Επαινετή η προσπάθεια -δεν πρέπει να χαθούν µήνες και χρόνια, όπως έχει γίνει διαχρονικά µε τα διαδοχικά ΕΣΠΑ- και είµαστε βέβαιοι ότι θα έχουν ληφθεί όλα τα µέτρα ώστε η επιβεβληµένη σπουδή να µην είναι εις βάρος της ποιότητας του σχεδίου που θα υποβληθεί.
Με αφορµή την ειδησεογραφία σχετικά µε αυτή την προετοιµασία, διατρέξαµε ακόµη µία φορά το σχέδιο κανονισµού του Ταµείου Ανάκαµψης, που βρίσκεται αυτό τον καιρό στο τραπέζι του Συµβουλίου Υπουργών και ρυθµίζει τις διαδικασίες και άλλα τεχνικά ζητήµατα για την υλοποίηση των αποφάσεων που ελήφθησαν από το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο για το Ταµείο αυτό. Εντυπωσιάζει η απλότητα του κειµένου, που έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση µε όσα µας είχαν συνηθίσει οι όλο και πολυπλοκότεροι κανονισµοί για τα διαρθρωτικά ταµεία, δηλαδή τα ταµεία που διαχρονικά χρηµατοδοτούν τα ΕΣΠΑ των κρατών-µελών. ∆ίπλα όµως σε αυτή τη σηµαντική κατάκτηση επιβιώνει -δυστυχώς και αµετανόητα- η περίπλοκη διαδικασία των ταµείων αυτών στους υπό συζήτηση νέους κανονισµούς τους.
Ο κανονισµός του Ταµείου Ανάκαµψης εγκαταλείπει τους επί δεκαετίες εδραιωµένους κανόνες και πρακτικές των διαρθρωτικών ταµείων και επαναφέρει την απλουστευµένη διαχείριση των πρώτων χρόνων της περιφερειακής πολιτικής. Η χρηµατοδότηση των κρατών-µελών θα γίνεται από ένα µόνο ταµείο -το Ταµείο Ανάκαµψης- χωρίς κατηγορίες περιφερειών, χωρίς διακριτούς γενικούς και ειδικούς στόχους και προτεραιότητες και µε πολύ ευρύ πεδίο επιλέξιµων δράσεων και έργων. Αφήνει κατά µέρος τις αργόσυρτες διαδικασίες που ήθελαν -και εξακολουθούν να θέλουν- υποβολή και έγκριση ΕΣΠΑ, υποβολή και έγκριση επιχειρησιακών προγραµµάτων, έγκριση κριτηρίων επιλογής έργων, προκηρύξεις κ.λπ. προτού φθάσουν στον τελικό σκοπό, που είναι η έγκριση και η χρηµατοδότηση συγκεκριµένων έργων και παρεµβάσεων. Η προτεινόµενη νέα διαδικασία περιορίζεται στην υποβολή και έγκριση ενός Σχεδίου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας, που θα αποτελεί παράρτηµα του ετήσιου Εθνικού Σχεδίου Μεταρρυθµίσεων και θα περιλαµβάνει εξαρχής και τα προς χρηµατοδότηση έργα. Με λίγες δεκάδες σελίδων, αντί για τις πολλές εκατοντάδες σελίδων των ισχυόντων -δυστυχώς και των προτεινόµενων- κανονισµών των διαρθρωτικών ταµείων, ο κανονισµός του Ταµείου Ανάκαµψης εξασφαλίζει την υλοποίηση παρέµβασης ίδιου µεγέθους µε το ΕΣΠΑ. Ως συνέπεια αυτού, εύλογα προκύπτει το ερώτηµα γιατί δεν εφαρµόζεται αυτός ο απλός κανονισµός και για τα διαρθρωτικά ταµεία, αντί των δαιδαλωδών διαδικασιών που επιµόνως διατηρούν οι υπό διαπραγµάτευση προτάσεις των νέων σχετικών κανονισµών;
Η πρόταση για το Ταµείο Ανάκαµψης ξαναδίνει εκτελεστικές αρµοδιότητες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (direct management, σύµφωνα µε τον δηµοσιονοµικό κανονισµό της Ε.Ε.), αλλά από την άλλη πλευρά τής στερεί το προνόµιο της έγκρισης των σχεδίων, παραχωρώντας το στο Συµβούλιο Υπουργών. Η ρύθµιση αυτή πρέπει να καταγραφεί στις παράπλευρες απώλειες της, κατά τα άλλα, πολύ θετικής εξέλιξης, δεδοµένου ότι δίνει χώρο στη «διακυβερνητική» προσέγγιση εις βάρος της λεγοµένης «κοινοτικής µεθόδου» - που ώς τώρα εθεωρείτο η ασφαλέστερη οδός προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Πρόκειται αναµφίβολα για µια ήττα του σηµερινού συστήµατος σχεδιασµού και διαχείρισης της πολιτικής συνοχής και η ήττα αυτή είναι προϊόν συσσωρευµένης αντίδρασης στις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και στις εξ αυτών µεγάλες καθυστερήσεις στη διαχρονική υλοποίηση των ΕΣΠΑ. Με τη δηµιουργία του Ταµείου Ανάκαµψης, µπαίνουν στον χώρο των πολιτικών της συνοχής και οι υπουργοί Οικονοµικών, επειδή ίσως θεωρούν ότι η κρίση ήταν πολύ µεγάλη για να συµβιώσει µε τις αγκυλώσεις και καθυστερήσεις του υφιστάµενου συστήµατος της πολιτικής της συνοχής και τις επιπτώσεις τους στα ταµειακά διαθέσιµα, αλλά και σε µια σειρά άλλων δεικτών της οικονοµίας. Ο χρόνος θα δείξει αν η εµπλοκή των υπουργών Οικονοµικών θα έχει τελικά θετικό πρόσηµο. Τέλος, είναι κρίµα που η γραφειοκρατική βουλιµία, µε τις υπερβολές της στη διαχείριση της συνοχής, οδηγεί, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το Ταµείο Ανάκαµψης, στην ακύρωση κατακτήσεων της µεταρρύθµισης του 1988, µεταξύ των οποίων ξεχώριζε ο πολυετής ολοκληρωµένος προγραµµατισµός. Αλλη µια παράπλευρη απώλεια.
*Ο Αλέκος Κρητικός είναι πρώην στέλεχος της Ε.Ε., πρώην γ.γ. στα υπουργεία Ανάπτυξης και Εσωτερικών, ειδικός σύµβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφόρησε στις 29 Αυγούστου