Η κόντρα για την ψήφο των αποδήμων δεν είναι για το «πάπλωμα». Οι απόδημοι Έλληνες, όσοι είναι Έλληνες πολίτες και είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους, αποτελούν ποιοτικά ένα εξόχως δυναμικό κομμάτι του απανταχού Ελληνισμού και ποσοτικά ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα του εκλογικού σώματος.
Ιδιαίτερα όσοι, κυρίως νέας ηλικίας, μετανάστευσαν τα τελευταία δέκα χρόνια της κρίσης υπολογίζονται περίπου σε 500.000 χιλιάδες.
Με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, που θα εκτεθεί κατωτέρω, οι ψηφοφόροι αυτοί δεν μπορούν να ψηφίσουν στον τόπο της κατοικίας τους.
Γίνεται άμεσα αντιληπτή η δυνατότητα μεταβολής των πολιτικών ισορροπιών σε περίπτωση αλλαγής του πλαισίου αυτού και άρσης των εμποδίων για να ψηφίσουν αυτοί στο εξωτερικό. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το ζήτημα της ψήφου των Ελλήνων εκλογέων του εξωτερικού είναι πολύ παλιό και ξεκινάει ήδη από το 1975 όταν συζητείτο το Σύνταγμα στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή.
Ενώ σύσσωμη η τότε Αντιπολίτευση, προεξαρχούσης της τότε Ενωμένης Αριστεράς και ιδιαίτερα του ΚΚΕ τασσόταν υπέρ της υποχρεωτικής καθιέρωσης στο συνταγματικό κείμενο του δικαιώματος να ψηφίζουν οι Έλληνες του εξωτερικού στον τόπο κατοικίας τους, ούτως ώστε αυτό να δεσμεύει τον κοινό εκλογικό νομοθέτη, η τότε κυβερνητική πλειοψηφία της ΝΔ είχε επιφυλάξεις ως προς την δεσμευτικότητα και ψήφισε την διάταξη του άρθρου 51 παρ. 4 εδ. β΄ Συν ως έχει περιέχοντας απλή ευχέρεια στον εκλογικό νομοθέτη να καθιερώσει αυτή την δυνατότητα.
Τα χρόνια πέρασαν και οι ρόλοι άρχισαν να αλλάζουν.
Η ΝΔ ήταν αυτή που πίεζε υπέρ της καθιέρωσής του, το ΠΑΣΟΚ άρχισε να γίνεται επιφυλακτικό ενώ τα κόμματα της Αριστεράς άρχισαν να φαίνονται αδιάφορα, εμμένοντας στην καθιέρωση της απλής και άδολης αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος.
Στην συνταγματική αναθεώρηση του 2001 ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συμφώνησαν στην τροποποίηση του άρθρου 51 παρ. 4 εδ. β΄ Συν, με «αθόρυβη» πρόταση του ΠΑΣΟΚ που μάλλον δεν έγινε αντιληπτή από τη ΝΔ, με την οποία ετέθη η «πονηρή» ρήτρα των 2/3 του όλου αριθμού των Βουλευτών για την ψήφιση ενός νόμου που θα προέβλεπε μία τέτοια δυνατότητα.
Προφανώς φοβήθηκε το ΠΑΣΟΚ ότι σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής δεν θα μπορέσει να ελέγξει πολιτικά το θέμα, θέλοντας να έχει ισότιμο λόγο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Παράλληλα καθιερωνόταν για πρώτη φορά η δυνατότητα επιστολικής ψήφου για τους απόδημους με το νέο εδ. γ΄ αυτής της διάταξης.
Η ΝΔ ως Κυβέρνηση έφερε το 2009 προς ψήφιση ένα τέτοιο νομοσχέδιο, το οποίο όμως δεν συγκέντρωσε την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των Βουλευτών, δηλ. 200 για να περάσει, λόγω διαφωνίας του ΠΑΣΟΚ τότε, το επανέλαβε και το 2016 ως Αξιωματική Αντιπολίτευση αλλά είχε την ίδια τύχη.
Έτσι με την πάροδο των δεκαετιών ο εκλογικός νομοθέτης δεν έκανε χρήση της ευχέρειας που του παρείχε το Σύνταγμα, από το 2001 και μετά μάλιστα αυτό είχε καταστεί σχεδόν αδύνατο.
Το ζήτημα αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο της τελευταίας συνταγματικής αναθεώρησης στην πρώτη φάση, αυτήν δηλ. της προτείνουσας Βουλής της περιόδου 2015-2019.
Αποτέλεσε όμως κεντρική προεκλογική δέσμευση της ΝΔ, την οποία επανέφερε δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο μετά τις εκλογές ως Κυβέρνηση.
Όμως, παρά το γεγονός ότι υπέρ της πρότασης της ΝΔ περί απροϋπόθετης καθιέρωσης της άσκησης του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος στους Έλληνες του εξωτερικού τάχθηκαν και το ΚΙΝΑΛ, η Ελληνική Λύση και το Μέρα25, όλοι μαζί συγκέντρωναν 199 Βουλευτές, δηλ. 1 λιγότερο από τους απαιτούμενους 200.
Τότε κομβικό ρόλο έπαιξε το ΚΚΕ το οποίο κατά την συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση στην νέα Βουλή πλέον μετέβαλε εν μέρει στάση και τάχθηκε υπέρ της καθιέρωσης της εν λόγω δυνατότητας υπό προϋποθέσεις. Κάτι που συζητούσαν όλα τα άλλα κόμματα και βέβαια και η Κυβέρνηση, πλην του ΣΥΡΙΖΑ αρχικά, ο οποίος αντιπρότεινε την καθιέρωση εκλογικών εδρών αποδήμων και να μην προσμετράται η ψήφος των αποδήμων στο σύνολο των ψήφων της Επικράτειας.
Μια πρόταση κατάφωρα αντισυνταγματική ως αντίθετη στην αρχή της ισότητας της ψήφου, όπως δέχεται παγίως το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ως Εκλογοδικείο και σύμπασα η Επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου.
Προς αποφυγή πολιτικής απομόνωσης ο ΣΥΡΙΖΑ συντάχθηκε με τις προτάσεις του ΚΚΕ. Η Κυβέρνηση όμως έκρινε ότι για να περάσουν νομοθετικά αυτές οι προτάσεις οι οποίες συζητήθηκαν στην διακομματική Επιτροπή του Υπουργείου Εσωτερικών, θα έπρεπε να προβλεφθούν στο Σύνταγμα, αν και το θέμα αυτό δεν είχε γίνει αντικείμενο κατά την συζήτηση και ψήφιση στην προαναθεωρητική Βουλή.
Έτσι αποφασίστηκε με την συναίνεση όλων των κομμάτων, πλην του Μέρα25 που ενέμεινε στην αρχική αμιγή πρόταση περί απροϋπόθετης καθιέρωσης της δυνατότητας, να προστεθεί η παράγραφος 4 στο άρθρο 54 του οποίου η αναθεώρηση είχε προταθεί στην προαναθεωρητική Βουλή αλλά προς άλλη κατεύθυνση, που θα προέβλεπε τις συμφωνηθείσες εξαιρέσεις.
Σαν αποτέλεσμα, έπειτα από την αναθεώρηση η Βουλή ψήφισε τον Ν. 4648/2019 που καθιέρωνε για πρώτη φορά την δυνατότητα να ψηφίζουν οι απόδημοι Έλληνες στον τόπο κατοικίας τους.
Προέβλεπε όμως και εξαιρέσεις, η δυνατότητα επιβολής των οποίων είχε ήδη συνταγματικοποιηθεί με το άρθρο 54 παρ. 4 Σ.
Οι εξαιρέσεις αυτές περιέχονται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του νόμου που ορίζει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγγραφή στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους ψηφοφόρων εξωτερικού είναι οι εκλογείς να συγκεντρώνουν τα παρακάτω κριτήρια:
1. Να έχουν διαμείνει συνολικά δύο (2) έτη εντός της Ελληνικής Επικράτειας κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριάντα πέντε (35) ετών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης εγγραφής.
2. Να έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση κατά το τρέχον ή το προηγούμενο φορολογικό έτος.
Τα κριτήρια αυτα που αναλύονται ουσιαστικά σε τρεις προϋποθέσεις, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και να ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που ορίζει η παρ. 4 εδ. α΄ του άρθρου 54 Σ, εφόσον ο ενδιαφερόμενος εκλογέας και δεν θα πρέπει να έχει απουσιάσει από την χώρα παραπάνω από 35 συνεχόμενα έτη και θα πρέπει να έχει διαμείνει συνολικά (όχι συναπτά) δύο έτη σε αυτό το διάστημα, καθώς και να υποβάλει φορολογική δήλωση ως τεκμήριο πραγματικού δεσμού με την χώρα.
Κατά μία άποψη, την οποία συμμερίζομαι, η διάταξη αυτή με τις εξαιρέσεις από τον κανόνα που προβλέπει είναι αντισυνταγματική ως αντιβαίνουσα στην αρχή της καθολικής ψηφοφορίας κατά το άρθρο 51 παρ. 3 ΣΥΝ.
Κι αυτό, καθώς προβλέπει διακρίσεις, όχι βέβαια για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος κάθε αυτού, αλλά για την δυνατότητα άσκησής του στο εξωτερικό.
Η λογική ότι κι αυτοί που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του νόμου μπορούν να πάρουν το αεροπλάνο και να ψηφίσουν στην Ελλάδα, εφόσον είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους, καθιερώνει δύο ειδών ψηφοφόρων των αποδήμων, κάτι που αντιβαίνει όχι μόνο στην αρχή της καθολικής ψηφοφορίας αλλά και στην γενική αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 Συν.
Για τον λόγο αυτό μεταξύ άλλων είναι αντισυνταγματική κατά την γνώμη μου και η αναθεώρηση του άρθρου 54 Συν με την εισαγωγή της παρ. 4, η οποία ως τέτοια δεν μπορεί να νομιμοποιήσει την επιβολή τους διά του νόμου. Διότι, οι ως άνω αρχές περιέχονται στις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 1 Συν, η αρχή της καθολικότητας της ψήφου ως συνιστώσα της δημοκρατικής αρχής που αποτελεί βάση του Πολιτεύματος.
Οτιδήποτε αφορά την μορφή και τις βάσεις του Πολιτεύματος ως Δημοκρατίας ανήκει στην ρήτρα αιωνιότητας του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 110 παρ. 1 Συν και εξαιρείται κάθε μελλοντικής αναθεώρησης.
Κατά συνέπεια οι εξαιρέσεις αυτές είναι όχι μόνο de lege ferenda αχρείαστες, εξυπηρετούσες μόνο πολιτικές σκοπιμότητες αλλά και constitutione lata αντισυνταγματικές.
Υπό αυτά τα δεδομένα απορία προκάλεσε η τοποθέτηση της πρώην Υπουργού και Υπεύθυνης Αποδήμου Ελληνισμού του ΣΥΡΙΖΑ, Βουλευτή Θεοδώρας Τζάκρη σε συνέντευξή της σε εφημερίδα της ομογένειας, ότι θεωρεί τους περιορισμούς αυτούς άδικους και ότι το κόμμα της θα τους καταργήσει όταν γίνει ξανά Κυβέρνηση, την στιγμή που το ίδιο, τους επέβαλε μαζί με το ΚΚΕ το οποίο τους εισηγήθηκε στην Διακομματική.
Η Κυβέρνηση απάντησε διά κατάθεσης σχεδίου νόμου από τον Υπουργό Εσωτερικών Μ. Βορίδη όπου σύμφωνα με την κυβερνητική εκπρόσωπο «[α]υτό που προτείνεται προς κατάργηση είναι η προϋπόθεση παραμονής δύο ετών στην Ελλάδα κατά την τελευταία 35ετία και η υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης κατά το τρέχον ή το προηγούμενο έτος».
Την πρόταση αυτή υποστηρίζουν και τα κόμματα ΚΙΝΑΛ και Ελληνική Λύση, την απορρίπτει το ΚΚΕ, εμμένοντας στις αρχικές του θέσεις, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, που δείχνει να φοβάται ότι η ψήφος των αποδήμων και ειδικότερα αυτών που μετανάστευσαν τα τελευταία δέκα χρόνια μπορεί να μεταβάλει τις πολιτικές ισορροπίες, κατέθεσε τροπολογία επαναφέροντας τα όσα είχε προτείνει παλαιότερα περί βουλευτικών εδρών αποδήμων και της αντισυνταγματικής μη προσμέτρησης της ψήφου των αποδήμων στο σύνολο των ψήφων της Επικράτειας.
Πέραν της κομματικής αντιδικίας μεταξύ Κυβέρνησης και Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αυτό που προέχει είναι να καταργηθούν οι ισχύοντες περιορισμοί στην παροχή δυνατότητας ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος των αποδήμων στον τόπο της κατοικίας τους στο εξωτερικό όχι μόνο ως συνταγματικά προβληματικοί με τον κίνδυνο να καταπέσουν δικαστικά αλλά και ως εθνικά βλαπτικοί.
Επίσης, ο κοινός εκλογικός νομοθέτης, δηλ.αδη, η Βουλή, θα πρέπει να προβληματιστεί περαιτέρω και να συγχρονιστεί με τις τρέχουσες εξελίξεις παγκοσμίως και πάντως σε όλες τις προηγμένες χώρες.
Δηλαδή, να καθιερώσει την επιστολική ψήφο, αρχής γενομένης από τους απόδημους και επεκτείνοντάς την αργότερα και στους ψηφοφόρους εντός της Επικράτειας. Κατά την γνώμη μου δεν υφίσταται συνταγματικό πρόβλημα για το τελευταίο ενδεχόμενο, αλλά ας γίνει τουλάχιστον η αρχή για τους εκτός Επικρατείας ευρισκόμενους εκλογείς.
Τέλος, θα ήθελα να καταστήσω σαφές κάτι που δημιούργησε δημοσιογραφικά παρεξηγήσεις ότι στην περίπτωση του σχεδίου νόμου της Κυβέρνησης, εάν αυτό εισαχθεί στην Βουλή, συζητηθεί και τεθεί σε ψηφοφορία, απαιτείται η προϋπόθεση του άρθρου 51 παρ. 4 εδ. β΄ Συν, δηλ. η υπερψήφισή του με 200 τουλάχιστον Βουλευτές για να μπορεί να ισχύσει ως νόμος, αφού εκδοθεί και δημοσιευθεί από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 42 παρ. 1 Συν και όχι για να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές, ενώ σε αντίθετη περίπτωση υποτίθεται ότι θα ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές, όπως αβάσιμα ελέχθη.
Η τελευταία προϋπόθεση αφορά το εκλογικό σύστημα κατά το άρθρο 54 παρ. 1 Συν και είναι άσχετη με το συζητούμενο θέμα. Υπερψήφιση του σχεδίου νόμου με 200 Βουλευτές σημαίνει άμεση ισχύς και εφαρμογή του από τις επόμενες εκλογές, σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορεί να ισχύσει ως νόμος.
*Ο κ. Χαράλαμπος Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.