Από χθες, όσοι με συναντούν στην Αθήνα, με ρωτούν για την υπόθεση του Άλκη που έπεσε νεκρός από το φονικό χέρι ενός μέλους μίας συμμορίας χουλιγκάνων. Η εικόνα της Θεσσαλονίκης όπως μου μεταφέρεται από όσους ζουν μακριά της, είναι αυτή μίας πόλης που κυλιέται μέσα στη βία.
Ερμηνεύω αυτήν την εντύπωση ως συνέπεια του γεγονότος πως η συνακόλουθη αποκάλυψη και άλλων συναφών περιστατικών από το πρόσφατο παρελθόν όπως και εξαιτίας της μικρότερης βαρύτητας τους άλλων, άγνωστων μέχρι σήμερα συμβάντων, δικαιολογεί βιαστικά συμπεράσματα.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω εάν οι αριθμοί αποδεικνύουν ότι η Θεσσαλονίκη γεννά περισσότερη βία, από αυτήν που για πολλούς λόγους ζουν οι συνοικίες της Αθήνας. Δεν το πολυπιστεύω κιόλας, νομίζω ότι αδικείται η πόλη, κυρίως όμως η σημασία του φαινομένου.
Η ροπή προς τη βία είναι μία πραγματικότητα στο περιθώριο της ζωής των σύγχρονων πόλεων, που βρίσκει εύφορο έδαφος σε διάφορους χώρους που συχνά λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Φυσικά, δεν έχουμε κανένα περιθώριο να κλείνουμε τα μάτια μας σε αυτήν, ούτε μπορούμε να την αφήνουμε ατιμώρητη ασχέτως προς την ένταση, τις αφορμές ή τις εκδοχές της.
Η όποια ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης δεν μοιάζει να βρίσκεται στη δόση, αλλά στο γεγονός ότι η βία που μπορεί να της χρεώνεται, έχει κυρίως οπαδικό προφίλ. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, ο δημόσιος βίος στην πόλη συμβιώνει αδιαμαρτύρητα με τον οπαδισμό, τους καθοδηγητές και τους μηχανισμούς του και τελικά με την τοξικότητά του.
Ένας εξαιρετικά διεισδυτικός δημοσιογράφος, Θεσσαλονικιός που γνωρίζει καλά την πόλη και καθόλου άσχετος με το ποδόσφαιρο, ο Κώστας Γιαννακίδης, θύμισε σε χθεσινό άρθρο του τη σημαντική παρουσία των αθλητικών ραδιοφώνων στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης της πόλης.
Έχω αποφασίσει να μην επανέρχομαι στην προσωπική εμπειρία μου των τελευταίων δημοτικών εκλογών, αλλά σήμερα θα κάνω μία εξαίρεση. Μπήκα στη μάχη ασυγχώρητα ανεξοικείωτος με τον φανατισμό που επικρατεί στην πόλη και όταν έκπληκτος τον αντελήφθην, παγιδεύτηκα στην ψευδαίσθηση πως θα μπορούσα να συγκρουστώ μετωπικά με το φαινόμενο και αναγκαστικά με όσους και όσα το τρέφουν.
Τι άλλο να έκανα βεβαίως, αφού δεν θα συγχωρούσα στον εαυτό μου την παραμικρή συνδιαλλαγή μαζί του; Δεν έχω απάντηση. Τέλος πάντων, το αποτέλεσμα είναι γνωστό, αν όμως η αποτυχία μου και η ευθύνη γι’ αυτήν βαρύνουν αποκλειστικά εμένα, η πραγματικότητα που έζησα επιμένει να με απασχολεί, όσο και αν κάθε φορά που ανατρέχω σε αυτήν νιώθω μια απέραντη μοναξιά.
Συνεχίζω να βρίσκω πως θολώνει τη φυσιογνωμία της πόλης, δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα και της στερεί οποιαδήποτε κατεύθυνση. Την καταδικάζει να «υπάρχει» απλώς, αποπροσανατολισμένη, την ίδια ώρα που όλος ο κόσμος, μαζί και η πατρίδα μας, κινείται ταχύτατα.
Θα συμφωνήσω με το επιχείρημα που διαβάζω ότι σε μία μεγάλη μερίδα πολιτών της Θεσσαλονίκης, επικρατεί μία περίεργη αντίληψη για τον εαυτό της, ότι λείπει ο αέρας της δυναμικής του κέντρου, που ευλόγως διαθέτει η Αθήνα και πως αυτό γεννά μία αίσθηση δυσπιστίας πιθανότατα και παραίτησης, που με τη σειρά της οδηγεί σε προσδοκίες συλλογικής αυτοεπιβεβαίωσης μέσα από δραστηριότητες όπως το ποδόσφαιρο. Ο ίδιος αναμετρώμαι καθημερινά με αυτήν την αντίληψη. Εξηγώ τι εννοώ:
Συμμετέχω στη διοίκηση ενός έργου, την κατασκευή του μετρό, στη μακρόχρονη εκκρεμότητα του οποίου οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτή η αίσθηση.
Το αντιλαμβάνομαι και το έχω ενστερνιστεί βαθύτατα και γι’ αυτό πιστεύω ακράδαντα ότι η περάτωσή του θα φέρει πολλαπλασιαστικά θετικά αποτελέσματα στην ψυχολογία που λείπει από την πόλη, περισσότερα ίσως από την ουσιαστική συμβολή του στις μετακινήσεις και ίσως και από το υπόλοιπο πολύ σημαντικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων στο οποίο, μόλις χθες, αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός, που πολύ σωστά αναδεικνύει και το φωτεινό μέλλον που υπόσχονται και οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες που αθόρυβα παίρνουν τον δρόμο τους.
Όμως για το συγκεκριμένο πρόβλημα του μετρό, δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών οι πολίτες της Θεσσαλονίκης και κυρίως όσοι στο παρελθόν είχαμε κάποιον ρόλο στα δημόσια πράγματά της, έχοντας συνεργήσει, επιτρέψει ή αποδεχθεί, μία ζωτικής σημασίας συγκοινωνιακή υποδομή να αναγορευθεί σε μείζον πολιτικό θέμα και επικοινωνιακό παιχνιδάκι της ατζέντας της, αντί να αντιμετωπισθεί ως αυτό που πραγματικά είναι, ένα αντικειμενικά δύσκολο αλλά εφικτό τεχνικό έργο. Με βαριά καρδιά, αναγκάζομαι σήμερα να αμύνομαι στα απόνερα μιας περιπέτειας, της οποίας κάποιοι επιμένουν να επιθυμούν το ναυάγιο.
Για να επιστρέψω στο γεγονός που προκάλεσε αυτό το σημείωμα, είμαι λοιπόν πεπεισμένος πως η ανάκτηση της αυτοπεποίθησης της πόλης δεν αποτελεί τη θεραπεία των πάντων. Δεν είναι ανάξιο προσοχής ότι όσοι γνωρίζουν βαθύτερα πρόσωπα και πράγματα, από την πρώτη στιγμή συνέδεαν τα άθλια επεισόδια που έγιναν πριν από λίγους μήνες σε ΤΕΛ περιφερειακών δήμων της Θεσσαλονίκης με οπαδικούς σχηματισμούς στους οποίους επωάζεται και ο απροκάλυπτος φασισμός.
Στο θέαμα μαθητών με στειλιάρια δεν είδα την ανησυχία που θα έπρεπε να μας καταλάβει όλους, τοπικές ηγεσίες, εκπαιδευτικούς, εκκλησία, κοινωνία των πολιτών και φυσικά έλειψε κάθε δράση. Όσοι όπως ο γράφων, πριν από αρκετές δεκαετίες, αναμετρήθηκαν με την αγωνία που μας γεννούσε κάθε βράδυ η επιπολαιότητα να ανεχθούμε τέτοια φαινόμενα στους δρόμους εν ονόματι της κατ’ όνομα πολιτικής, υποθέτω ότι με καταλαβαίνουν. Τα λάθη πρέπει να διδάσκουν.
Είναι -όπως αποδεικνύεται σήμερα – επιεικώς απογοητευτική και ασφαλώς επικίνδυνη, η χλιαρή αποδοκιμασία και η υποβάθμιση αυτών των φαινομένων, όταν μάλιστα στους δρόμους των ίδιων γειτονιών δίνονται τα ραντεβού των αιματηρών συμπλοκών μεταξύ φανατισμένων χούλιγκαν.
Και αυτή η μακροχρόνια χαλαρότητα που στην πιο αθώα εκδοχή της μεταφράζεται ως σιωπηρή ανοχή, αποτελεί έναν φαύλο κύκλο που επιτρέπει και άλλες εκδοχές αθλιότητας, αντιμετωπιζόμενες με μισόλογα «ναι μεν, αλλά» όπως ο άγριος ξυλοδαρμός του πρώην δημάρχου Μπουτάρη και μάλιστα την ιερή ημέρα μνήμης ενός από τα δραματικότερα γεγονότα της ιστορίας του ελληνισμού του 20ού αιώνα.
Μας αρέσει ή όχι, το κλειδί για όλα βρίσκεται στην ίδια την πόλη. Μισές κουβέντες και χλιαρές αποδοκιμασίες της βίας ή αντιμετώπιση των εκδηλώσεών της ως μεμονωμένων επεισοδίων δεν χωρούν. Ούτε είναι η ώρα μόνο για συναίσθημα, όσο και αν αυτό φουντώνει αυθόρμητα μέσα μας, αυτοτροφοδοτούμενο από την απύθμενη θλίψη μπροστά στην εικόνα ενός νεκρού παιδιού.
Είναι ώρα για πολιτική. Οι ελίτ της πόλης – υπάρχουν άραγε; - πρέπει να αντιδράσουν. Θα σκεφθείτε: Μα σε ποιες ελίτ αναφέρεσαι όταν ο ίδιος διερωτάσαι για την ύπαρξή τους; Και όμως, υπάρχει φως στον ορίζοντα!
Μια πρώτη εντυπωσιακή απάντηση είχα πάρει μόλις την προηγούμενη Κυριακή, ανυποψίαστος για το δράμα που θα ακολουθούσε, όταν ο Άρης (ΠΑΕ και ΑΣ ξεχωριστά) κατέθεσε στεφάνι στον Μνημείο του Ολοκαυτώματος, μία ενέργεια που αποτελεί ράπισμα στον αντισημιτισμό που επικοινωνεί υπόγεια με τα θερμοκήπια του χουλιγκανισμού όλων των αποχρώσεων.
Μία δεύτερη γενναιόδωρη απάντηση φάνηκε μπροστά μου όταν την ίδια ημέρα της δολοφονίας, είδα ότι το παλαιότερο σωματείο της πόλης, ο Ηρακλής, άλλαξε τα χρώματά του σε αυτά του Άρη.
Μία τρίτη συγκινητική και συγκλονιστική απάντηση δίνουν οι μεμονωμένες αντιδράσεις των οπαδών του ΠΑΟΚ που έχουν σοκαριστεί από το γεγονός, όπως αυτή του ανθρώπου που στο σημείο της δολοφονίας κρέμασε το κασκόλ του μαζί με τη σιχαμάρα του για τη βία.
Και ίσως τη μεγαλειωδέστερη απάντηση αποτελεί η προτροπή του πατέρα του αδικοχαμένου Άλκη, να διεξαχθεί φιλικός αγώνας μεταξύ Άρη – ΠΑΟΚ, του οποίου τα έσοδα να διατεθούν σε φιλανθρωπικό σκοπό.
Από τη γενναιότητα τέτοιων μικρών ή συμβολικών κινήσεων γεννιέται η ελπίδα πως θα αφυπνιστούν όσοι ακκίζονται τοποθετώντας τον εαυτό τους στις ελίτ της Θεσσαλονίκης – άραγε, ποια άλλη από τη γενναιότητα μπορεί να είναι η πρώτη αρετή μίας ελίτ; - ή θα αναδειχθούν πρόσωπα ικανά να καταλάβουν μία θέση σε αυτές, άνθρωποι που όχι χωρίς τις επιβαλλόμενες συγκρούσεις, θα προσφέρουν έναν σκοπό στην πόλη: Υπάρχει ζωή και στο ποδόσφαιρο, αλλά κυρίως υπάρχει ζωή και πέρα από το ποδόσφαιρο.
Και κάτι τελευταίο: Ότι ο δράστης της υπόθεσης δεν είναι ελληνικής καταγωγής, δεν λέει απολύτως τίποτα. Ένας 23χρονος Αλβανός που ζει στην πόλη μας, κινείται ανάμεσά μας, συγχρωτίζεται με παιδιά που θέλουμε να αποκαλούμε και να αντιμετωπίζουμε ως «δικά μας», ελληνόπουλα - βοήθειά μας -, είναι ένας από εμάς, η εθνικότητα ή το θρήσκευμα δεν έχουν καμία σημασία. Δεν υπάρχει κανένα άλλοθι για υποχρεώσεις στις οποίες δεν ανταποκριθήκαμε και ενοχές που θα μας βόλευε να αποδείξουμε πως δεν μας αφορούν.
* Ο Νίκος Ταχιάος είναι Πρόεδρος της Αττικό Μετρό Α.Ε. και στις τελευταίες δημοτικές εκλογές ήταν υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης