Αποφάσισα σήμερα (κατ' εξαίρεση) να γράψω εκτός αρμοδιοτήτων γιατί έχω πολιτικά παρακολουθήσει τα θέματα της κλιματικής αλλαγής για πάρα πολλά χρόνια (ιδίως από το 2006 μέχρι το 2009 ως εκπρόσωπος για θέματα κλιματικής αλλαγής στο υπουργείο των Εξωτερικών και από το 2009 ως το 2014 ως ευρωβουλευτής στην Επιτροπή Περιβάλλοντος) και αισθάνομαι την ανάγκη να μιλήσω για το μέλλον μάλλον παρά για το παρόν, καθώς τα φαινόμενα που ζήσαμε αυτές τις μέρες θα μας απασχολήσουν ξανά και ξανά για τις επόμενες δεκαετίες και -ως κράτος, πολιτικό σύστημα και κοινωνία- οφείλουμε να προετοιμαστούμε για το μέλλον που έρχεται.
Ας ξεκινήσουμε με το πρόβλημα. Η νέα έννοια στην οποία πρέπει να συνηθίσουμε είναι η λέξη «μέγα- πυρκαγία» (mega fire). Η αρμόδια αμερικανική υπηρεσία (U.S. Interagency Fire Center) ορίζει την megafire ως μια πυρκαγιά που καίει πάνω από 400 χιλ. στρέμματα. Άλλοι επιλέγουν τον όρο για να περιγράψουν πυρκαγιές πολύ μεγάλης έντασης που συνδυάζουν τεράστιο θερμικό φορτίο, με τη δημιουργία του δικού τους μικροκλίματος, που σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να φτάσει σε ύψος χιλιομέτρων πάνω από την πυρκαγιά και να προκαλέσει ακόμα κι ανεμοστρόβιλους. Το νερό των πυροσβεστικών εξατμίζεται πριν καν φτάσει στις φλόγες και τα αεροπλάνα με δυσκολία τις πλησιάζουν. Μιλάμε για πυρκαγιές με χιλιόμετρα μέτωπο, που όταν ξεκινήσουν είναι εξαιρετικά δύσκολο να σταματήσουν και προκαλούν πρωτοφανείς καταστροφές.
Όπως αναφέρει μια πρόσφατη έκθεση της WWF οι ταχύτητές τους μπορεί να φτάσουν τα 6 km την ώρα (όπως συνέβη το 2017 στην Ιβηρική χερσόνησο) μια ταχύτητα που υπερβαίνει τρεις ως εννέα φορές τη δυνατότητα των πυροσβεστών. Σε δύο χρονιές στις οποίες η Πορτογαλία αντιμετώπισε τέτοιες πυρκαγιές (2003 και 2017) είδε να καίγονται αθροιστικά 10 εκατομμύρια στρέμματα ή πάνω από το 10% της έκτασής της.
Κατά την WWF oι πυρκαγιές αυτές προκαλούνται από ένα συνδυασμό παρατεταμένων καυσώνων, χαμηλής υγρασίας και σε μερικά μέρη και ισχυρών ανέμων και θα γίνονται όλο και πιο συχνές στα επόμενα χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι οι καμένες εκτάσεις στη Μεσόγειο θα αυξηθούν κατά 40% στα επόμενα χρόνια αν πετύχουμε τους κλιματικούς στόχους της συγκράτησης της παγκόσμιας υπερθέρμανσης στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, ενώ η αύξηση θα είναι διπλάσια αν η άνοδος της θερμοκρασίας φτάσει τους 3ο C. Καθοριστική σημασία για την εξέλιξη του φαινομένου στη χώρα μας ειδικά έχει η για δεκαετίες άναρχη αστική ανάπτυξη και ο ασφυκτικός εναγκαλισμός οικισμών και δάσους, η παρουσία ειδών (κυρίως πεύκα), που έχουν κατά τους επιστήμονες εξελιχθεί γενετικά για να ενθαρρύνουν την ένταση των πυρκαγιών, που τα διευκολύνει στον ανταγωνισμό τους με άλλα είδη και η συσσώρευση μεγάλης καύσιμης ύλης στα δάση μας, λόγω της επί δεκαετίες παθητικής διαχείρισής των περισσοτέρων.
Πώς θα αντιμετωπίσουμε συνεπώς το φαινόμενο αυτό στη χώρα μας; Στην πρώτη φάση η κυβέρνηση αύξησε σημαντικά τα εναέρια μέσα, οργάνωσε ένα αποτελεσματικό σύστημα προστασίας της ανθρώπινης ζωής στη διάρκεια μεγάλων πυρκαγιών (112 και οργάνωση εκκενώσεων) και έδωσε μετά τη Μήδεια για πρώτη φορά σημαντικούς πόρους για καθαρισμό των δασικών προαστίων και των περιαστικών δασών.
Αυτό δεν απέτρεψε την περιβαλλοντική καταστροφή και τις σοβαρές ζημιές στις πυρκαγιές των τελευταίων ημερών, για τις οποίες η ευθύνη της κυβέρνησης είναι πάντα αντικειμενική.
Προχώρησε επίσης πριν τις πυρκαγιές σε έναν δραστικά πιο φιλόδοξο σχεδιασμό σε σχέση με το παρελθόν. Το πρόγραμμα πολιτικής προστασίας ΑΙΓΙΣ των 1,76 δις που ενέκρινε το ΚΥΣΕΑ πριν τις πυρκαγιές -με σημαντική χρηματοδότηση και από το Ταμείο Ανάκαμψης- πολλαπλασιάζει τους πόρους και τις επιχειρησιακές μας δυνατότητες (οχήματα, εναέρια μέσα, ευφυή συστήματα πυρανίχνευσης και πυρόσβεσης, μηχανήματα έργου, επιχειρησιακά κέντρα κλπ.). Επίσης, φιλόδοξο είναι και το σχέδιο αναδασώσεων 165.000 στρεμμάτων, που επίσης περιλαμβάνεται στο Ελλάδα 2.0 μέχρι το 2026.
Θα είναι αυτά αρκετά; Η πρόσφατη εμπειρία έδειξε ότι η μελλοντική συγκυρία δεν μπορεί εύκολα να διαστασιοποιηθεί. Συνεπώς, η προσπάθεια της κυβέρνησης, όπως ξεκαθάρισε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν εξαντλείται στα όσα έχουν ήδη σχεδιαστεί. Θα περιλαμβάνει κι άλλες πρωτοβουλίες μια που το μέγεθος του προβλήματος είναι πολύ μεγάλο και η εξέλιξή του απρόβλεπτη στις επόμενες δεκαετίες. Κάτι που προφανώς υπερβαίνει τον πολιτικό χρόνο οποιασδήποτε κυβέρνησης.
Το πρώτο βήμα στο δημόσιο διάλογο που πρέπει να ξεκινήσει είναι εντούτοις η αποσύνδεσή του από την συνήθη πολιτική αντιπαράθεση και η συνειδητοποίηση της σημασίας που έχει για τη χώρα και τους κατοίκους της η αποτελεσματική πρόληψη και διαχείρισή του στα επόμενα χρόνια.
* Ο Θόδωρος Σκυλακάκης είναι Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών