«Κατά τας ώρας της σχολής μου εμελέτων τους αρχαίους Έλληνας συγγραφείς και ιδίως τους εν τη βιβλιοθήκη του σοφού Κοραή υπαρχόντων… διακαιόμενος υπό του πόθου να αντλήσω τα προς διαφώτισιν της αρχαίας ιστορίας της Κρήτης, δι' αν ανασκαφήν (εποιησάμην) της ιδίας της καθ' Όμηρον μεγάλης πόλεως Κνωσού, βασιλείου του Μίνωος», γράφει. Ονομάζεται Μίνωας, έχει επηρεαστεί όπως βλέπουμε από τους αρχαίους συγγραφείς και ιδίως από τον Ομηρο και αναλαμβάνει ιδίοις εξόδοις να ανασκάψει στην Κνωσό. Είναι, λοιπόν, εκείνος που στην ουσία την ανακάλυψε. Αμφιβάλλουμε όμως εάν κάτι τέτοιο αναφέρθηκε στον διάδοχο του βρετανικού θρόνου κατά την επίσκεψή του στην Κνωσό. Εχει επικρατήσει πως την ανακάλυψη έκανε ο σερ Αρθουρ Εβανς, της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Μόνο που, ο Εβανς ακολούθησε, και μάλιστα πατώντας επάνω σε όσα είχε βρει ο Μίνωας Καλοκαιρινός (1843- 1907).
Εμπορος από το Ηράκλειο και αρχαιολάτρης, όπως και υποπρόξενος της Ισπανίας και διερμηνέας του Αγγλικού προξενείου στο Ηράκλειο, ο Καλοκαιρινός θα πάρει τον Δεκέμβριο του 1878 άδεια από την οικογενειακή επιχείρηση και με 20 εργάτες και 750 φράγκα θα διενεργήσει ανασκαφικές έρευνες στον λόφο της Κεφάλας. Αγόρασε τον χώρο που ήθελε να ανασκάψει από τον Ζεκύρη Μπέη, Ιμπραήμ Εφεντάκη και σύμφωνα με τον τουρκικό αρχαιολογικό νόμο θα έχει δικαίωμα στο 1/3 των ευρημάτων.
Την επόμενη χρονιά πήγε στην ανασκαφή ο χριστιανός Γενικός Διοικητής Κρήτης, Φωτιάδης Πασάς για να κρίνει την πορεία των ανασκαφών. Με τη σύμφωνη γνώμη των λογίων της πόλης διέκοψε τις εργασίες, καθώς η Κρήτη ήταν υπό τουρκική κατοχή και τα ευρήματα υπήρχε κίνδυνος να σταλούν στην Κωνσταντινούπολη.
Κατά μία άλλη εκδοχή, οι Τούρκοι σταμάτησαν τον Καλοκαιρινό γιατί δεν ήθελαν να βγει στο φως ένας τέτοιος πολιτισμός, καθώς οι μεγάλες δυνάμεις θα ζήταγαν την απελευθέρωση της Κρήτης.
Ο Μίνωας για να μπορέσει να συνεχίσει την ανασκαφή άρχισε να ζητάει βοήθεια από τους ξένους αρχαιολόγους στέλνοντας ως δώρο ευρήματα που ανήκαν στο δικό του μερίδιο. Εστειλε αρχαιότητες στο Λούβρο, στη Μαδρίτη, στη Ρώμη, έστειλε και στην Οξφόρδη στον Έβανς κι έτσι ξεκίνησαν αλληλογραφία. Ο Έβανς έρχεται στην Κρήτη και ενθουσιάζεται από τα ευρήματα της Κνωσού, ζητάει κι αυτός τη συνέχιση των ανασκαφών, όπως έκαναν και άλλοι ξένοι αρχαιολόγοι (π.χ. Σλήμαν), αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ακολουθούν δραματικά γεγονότα, όπως η μεγάλη σφαγή της 25ης Αυγούστου 1898 στο Ηράκλειο, όπου ο Μίνωας χάνει γιο, αδελφό και ανιψιά, ενώ το σπίτι του πυρπολείται και λεηλατείται, μαζί με όλα τα ευρήματα των ανασκαφών. Ευτυχώς σώζονται οι σημειώσεις και οι χάρτες του.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, ο Έβανς καταφέρνει αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει επί Τουρκοκρατίας: Αγοράζει την περιοχή της ανασκαφής και συνεχίζει τα σκαψίματα του Καλοκαιρινού, χωρίς ποτέ να αναφέρει τον προκάτοχό του ο οποίος έχει χάσει όλη την περιουσία του.
Ο Μίνωας βλέπει το όραμά του να του το κλέβουν άλλοι, καθώς ο Εβανς έχει χρήματα αλλά και την έγκριση της Κρητικής Εθνοσυνέλευσης. Κανονικά θα έπρεπε να έχει στο πλευρό του τον άνθρωπο χάρη στον οποίο ξεκίνησαν όλα, όμως δεν το κάνει. Κρατά τις δάφνες για τον εαυτό του. Ευτυχώς, ο Αμερικανός πρόξενος στην Κρήτη αναφέρεται στο έργο του πρωτεργάτη, ενώ εντοπίζονται και οι χειρόγραφοι χάρτες Καλοκαιρινού από τα αρχαία ανάκτορα και τα υπομνήματά του στα γαλλικά.
Ένα από τα πιθάρια που βρήκε πάντως ο Καλοκαιρινός εκτίθεται πια στο Βρετανικό Μουσείο για να θυμίζει τον Κρητικό που με προσωπικούς κόπους και χίλια βάσανα προσπάθησε να αποκαλύψει τον μινωικό πολιτισμό…
Στις 23 Μαρτίου του 1900, ο Εβανς ξεκίνησε ανασκαφές, με βοηθούς τον αρχαιολόγο Μακένζι και τον αρχιτέκτονα Φάιθ, από εκεί που σταμάτησε ο Καλοκαιρινός.
Αγγελική Κώττη