Στις 28 Αυγούστου, οκτώ ημέρες δηλαδή μετά την κατεπείγουσα εισαγωγή του Αλεξέι Ναβάλνι στην εντατική νοσοκομείου της Σιβηρίας και έξι μετά τη μεταφορά του σε ειδική μονάδα στην Γερμανία, η Ανγκελα Μέρκελ εμφανιζόταν αντίθετη σε κάθε προσπάθεια να συνδεθεί η συγκεκριμένη υπόθεση με την ολοκλήρωση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 – ενός έργου με στρατηγική σημασία για το Βερολίνο.
«Η γνώμη μας είναι πως ο Nord Stream 2 πρέπει να ολοκληρωθεί. Θεωρώ παράλογο να συνδέσουμε αυτό το οικονομικό έργο με την υπόθεση Ναβάλνι», είπε χαρακτηριστικά η καγκελάριος στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου την οποία έδωσε εκείνη την Παρασκευή. Παράλληλα, τάχθηκε εναντίον της επιβολής κυρώσεων στη Μόσχα, έστω κι αν οι πρώτες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για προσπάθεια να δηλητηριαστεί το στέλεχος της ρωσικής αντιπολίτευσης με μια ουσία που έχει τις ρίζες της στην σοβιετική εποχή.
Από τότε μέχρι χθες, όμως, φαίνεται ότι μεσολάβησαν πολλά. Κυρίως, οι αντιδράσεις κορυφαίων στελεχών της γερμανικής κυβέρνησης και οι πιέσεις προς την επικεφαλής της να μην αφήσει την συγκεκριμένη υπόθεση να περάσει χωρίς κόστος για τους Ρώσους. «Το τι θα συμβεί τώρα εξαρτάται από τη συμπεριφορά της ρωσικής πλευράς», δήλωσε η υπουργός Άμυνας, Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, κορυφαίο στέλεχος των Χριστιανοδημοκρατών. «Ελπίζω ειλικρινά οι Ρώσοι να μην μας αναγκάσουν να αναθεωρήσουμε την στάση μας για τον Nord Stream 2», συμπλήρωσε από την πλευρά του και ο υπουργός Εξωτερικών, Χάικο Μάας, μέλος της ηγεσίας των συγκυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών.
«Όλα είναι ανοιχτά»
Το αποτέλεσμα είναι ότι τα δεδομένα μοιάζουν να έχουν αλλάξει και από πλευράς Μέρκελ. «Είναι λάθος να αποκλείσουμε οτιδήποτε εκ προοιμίου», υπογράμμισε ο εκπρόσωπός της, Στέφεν Ζάιμπερτ, σημειώνοντας πως η καγκελάριος συμφωνεί με τις απόψεις του Μάας. Πρόσθεσε δε πως κάθε απόφαση θα ληφθεί σε συνεργασία και με τους ευρωπαίους εταίρους της Γερμανίας, καθώς η ΕΕ έχει δώσει ήδη το πράσινο φως για την κατασκευή του συγκεκριμένου αγωγού.
Όλα τα παραπάνω έχουν, αναμφίβολα, τη μορφή ενός άτυπου γερμανικού τελεσιγράφου προς τη Μόσχα. Αν δε το Κρεμλίνο εμμείνει στη σκληρή του στάση – ο Ντμίτρι Πεσκόφ, εκπρόσωπος του Βλαντιμίρ Πούτιν, έκανε λόγο για «αστήρικτες κατηγορίες και ανοησίες» – και δεν δώσει πειστικές εξηγήσεις, τότε θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η απειλή ακύρωσης του έργου ή επ' αόριστον αναβολής του είναι, πλέον, ορατή.
Πόσο, όμως, ρεαλιστικό μπορεί να θεωρηθεί ένα τέτοιο σενάριο, από τη στιγμή που έχουν ήδη διατεθεί πολλά δισ ευρώ, οι εργασίες έχουν ολοκληρωθεί σε ποσοστό 93%, σύμφωνα με την κοινοπραξία της Gazprom και αρκετών ευρωπαϊκών ενεργειακών ομίλων ; Και πόσο εύκολο είναι για το Βερολίνο και προσωπικά για την Μέρκελ να κάνουν μια τέτοια στροφή 180 μοιρών από τη στιγμή που έχουν επανειλημμένως συγκρουστεί με τους Αμερικανούς για τις παρεμβάσεις και τις πιέσεις τις οποίες έχουν ασκήσει κατά του Nord Stream 2 ;
Πρώτα η γερμανική οικονομία
Η αλήθεια είναι ότι για την επιχειρηματική ελίτ της Γερμανίας, η κατασκευή του Nord Stream 2 χαρακτηρίστηκε εξαρχής ως μια ζωτική επιλογή, καθώς εκτιμάται ότι θα τονώσει την ενεργειακή ασφάλεια της μεγαλύτερης ευρωπαικής οικονομίας (μαζί με τον Nord Stream 1, που λειτουργεί ήδη, είναι σε θέση να μεταφέρουν 110 δισ. κυβικά αερίου ετησίως) στη Γερμανία μέσω Βαλτικής, χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς). Αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση και η πλειοψηφία του πολιτικού σκηνικού τον στήριξαν, παρά τις επιφυλάξεις τις οποίες είχαν εκφράσει αρκετοί – ανάμεσά τους και η Κάρενμπαουερ – και διακινδυνεύοντας μια ρήξη με τις ΗΠΑ.
Σε αυτό το φόντο, δύο μπορεί να είναι οι πιθανές εξηγήσεις για τη διαφαινόμενη αλλαγή στάσης του Βερολίνου: Είτε οι Γερμανοί είχαν ήδη αναθεωρήσει την αρχική τους απόφαση, ζυγίζοντας ψυχρά τα υπέρ και κατά και η υπόθεση Ναβάλνι έδωσε την ιδανική ευκαιρία για να παγώσει το έργο. Είτε επιδιώκουν κάποια ανταλλάγματα από τους Ρώσους, πιθανώς σε κάποιο άλλο μέτωπο (στην Ουκρανία, στις εμπορικές σχέσεις ή ακόμη και στη ΝΑ Μεσόγειο) και βρήκαν τον καλύτερο τρόπο για να τους πιέσουν.
Σίγουρα, πάντως, ουδείς δικαιούται να υποτιμήσει το ειδικό βάρος που παίζουν τα οικονομικά συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων στην εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων. Όπως δε έχει αποδείξει και η σχέση με την Τουρκία, το Βερολίνο εναλλάσσει με ευκολία το μαστίγιο και το καρότο, με αποκλειστικό κριτήριο τα δικά του συμφέροντα και επιδιώξεις.