Νομοθέτημα με το οποίο παρέχεται πλέον ισχυρή ασφάλεια δικαίου, αλλά και ένα μίνιμουμ προστασίας, τόσο στους καταναλωτές, όσο και στους επαγγελματίες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα το ελληνικό οικονομικό περιβάλλον, χαρακτήρισε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, την ενσωμάτωση των σχετικών ευρωπαϊκών οδηγιών στο εθνικό δίκαιο.
Το νομοσχέδιο, με τον τίτλο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών (L 136), καθώς και της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ, και την κατάργηση της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ (L 136)», εισήχθη προς επεξεργασία στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.
Κι όπως τόνισε ο υπουργός Δικαιοσύνης με αυτό ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα πωλούνται τα ψηφιακά προϊόντα και ταυτόχρονα καλύπτονται οι αγοραστές σε περιπτώσεις που αυτά δεν ανταποκρίνονται στις εύλογες προσδοκίες τους.
Ο εισηγητής της πλειοψηφίας, Αθανάσιος Ζεμπίλης, τόνισε ότι με τις οδηγίες που ενσωματώνονται στο εθνικό δίκαιο, η ΕΕ επιχειρεί να απαντήσει στις προκλήσεις που δημιουργούν η ψηφιακή οικονομία και η τεχνολογία στο δίκαιο των συμβάσεων και της πώλησης αγαθών.
Η συγκεκριμένη επιλογή αντανακλά τους βασικούς στόχους της Ένωσης που είναι ανάμεσα σε άλλους:
- Η ταχύτερη ανάπτυξη της ψηφιακής ενιαίας αγοράς προς όφελος, τόσο των καταναλωτών, όσο και των επιχειρήσεων.
- Η εξάλειψη των βασικών φραγμών που σχετίζονται με το δίκαιο των συμβάσεων και παρεμποδίζουν τις διασυνοριακές συναλλαγές. Είναι βέβαιο ότι οι ενιαίοι κανόνες θα μειώσουν την αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές, λόγω της πολυπλοκότητας του νομικού πλαισίου και των διαφορών στο δίκαιο των συμβάσεων των κρατών μελών.
- Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών με τον καθορισμό ενιαίων κανόνων και ο περιορισμός των περιπτώσεων του αθέμιτου ανταγωνισμού εξαιτίας των μεγάλων αποκλίσεων στους εθνικούς κανόνες των κρατών - μελών, που αποτελεί εμπόδιο για την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς.
Σύμφωνα με το πνεύμα των διατάξεων, για να εδραιωθεί μία νέα πραγματική ψηφιακή αγορά, χρειάζεται ένα ενιαίο σύνολο κανόνων που θα μπορούσε να επιφέρει ασφάλεια δικαίου και ως εκ τούτου να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους σε ξένες αγορές και παράλληλα να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στα οφέλη της ενιαίας ψηφιακής αγοράς.
Επίσης, οι εναρμονισμένοι κανόνες για τα ψηφιακά προϊόντα και υπηρεσίες, θα μειώσουν το κόστος για τους εμπόρους και θα τους ενθαρρύνουν να επεκταθούν πέραν των συνόρων, καθώς δεν θα αντιμετωπίζουν πλέον διαφορές στο δίκαιο των συμβάσεων σε κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου επιθυμούν να πραγματοποιούν πωλήσεις. Από την άλλη πλευρά, οι καταναλωτές θα γνωρίζουν τι μπορούν να αναμένουν όταν αγοράζουν ψηφιακά αγαθά μέσω διαδικτύου και ποια είναι τα δικαιώματά τους σε περίπτωση που το προϊόν είναι ελαττωματικό.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου νόμου εστιάζει στην ενσωμάτωση της Οδηγίας που αφορά την εδραιωμένη Σύμβαση Παροχής Ψηφιακού Περιεχομένου ή Ψηφιακής Υπηρεσίας. Η νέα νομοθεσία καλύπτει κατ αυτόν τον τρόπο ένα κενό στο δίκαιο και μια γνήσια ρυθμιστική ανάγκη. Η ενσωμάτωση δεν ήταν νομοτεχνικά εφικτό να γίνει στον αστικό κώδικα ως προς το τμήμα αυτό, και έτσι το παρόν νομοθέτημα θα ισχύσει ως ειδικός αστικός νόμος, που θα έχει γενικό πεδίο εφαρμογής ως προς τα δικαιώματα, τόσο για τους καταναλωτές, όσο και για τους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις.
Το τρίτο μέρος, εστιάζει στην ενσωμάτωση της Οδηγίας 771 για την πώληση αγαθών, βασικός στόχος της οποίας είναι να εξασφαλίσει στους καταναλωτές το ίδιο επίπεδο προστασίας, είτε όταν πραγματοποιούν διαδικτυακές αγορές από όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε όταν ψωνίζουν σε φυσικό κατάστημα, καλύπτοντας όλα τα αγαθά, που συμπεριλαμβάνουν και τα αγαθά με τα ψηφιακά στοιχεία.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης
"Θα μπορούσε κανείς να προσεγγίσει το συγκεκριμένο ζήτημα από πολλές πλευρές και κατανοώ ότι η έκφραση των πολιτικών κομμάτων, μέσα από μια συνηθισμένη λογική αντιπολίτευσης, μπορεί να προβάλει διάφορα ζητήματα σε σχέση με το τι άποψη έχει επί ενός νομοσχεδίου. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο όμως, τελικά έχει ως βασικό στόχο να προστατεύσει τον καταναλωτή και βεβαίως και τον αγοραστή. Έχει ως βασικό στόχο να προστατεύσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σε όποια θέση κι αν βρίσκονται", απάντησε ο υπουργός Δικαιοσύνης στα σχόλια των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Ο κ. Τσιάρας, αρνήθηκε τις αιτιάσεις περί καθυστερήσεων να προχωρήσει η ενσωμάτωση των Οδηγιών, λέγοντας πως η ημερομηνία που υποχρεούτο η χώρα μας να ολοκληρώσει την διαδικασία είναι η 12η Ιουνίου 2024, ενώ άλλες χώρες, είτε μόλις ολοκλήρωσαν την ενσωμάτωση, κι άλλες δεν έχουν καν προχωρήσει.
Απαντώντας ειδικότερα στην εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία επικαλέστηκε την εφαρμογή του Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ο υπουργός Δικαιοσύνης είπε, πως αν μη τι άλλο, αυτή η επίκληση δημιουργεί κατευθείαν συνειρμούς που εκθέτουν την προηγούμενη κυβέρνηση. Διότι, όπως ανέφερε, η προηγούμενη κυβέρνηση, δυστυχώς είχε καταστήσει ουραγό τη χώρα, όταν ήταν η τελευταία χώρα μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών που δεν είχε ενσωματώσει στο δίκαιο της τον Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και βεβαίως την Ευρωπαϊκή Οδηγία.
"Και δεν ήταν μόνο το πρόστιμο, ήταν το γεγονός ότι ήταν πραγματικά μία χώρα δακτυλοδεικτούμενη, που δημιουργούσε ιδιαίτερα προβλήματα, κυρίως στο θέμα της ασφάλειας των πολιτών σε σχέση με την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων", είπε ο κ. Τσιάρας. Αν μιλάμε σήμερα για προστασία προσωπικών δεδομένων, προφανώς αυτή έχει ως αναφορά τον Αύγουστο του 2019, όταν όντως με διαδικασίες κατεπείγουσας νομοθέτησης ψηφίσαμε τον Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, τόνισε ο υπουργός.