Ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης του Ιράν, ο αγιατολάχ Ali Khamenei, τάχθηκε πρόσφατα υπέρ της ανάπτυξης των σχέσεων της χώρας του με την Ανατολή, ένα δείγμα της ανυπομονησίας της Τεχεράνης μπροστά στην έλλειψη προόδου στις σχέσεις της με τη Δύση.
Το 1979 ένα από τα συνθήματα της ισλαμικής επανάστασης ήταν «Ούτε Δύση, ούτε Ανατολή, Ισλαμική Δημοκρατία» και σηματοδοτούσε την επιθυμία της νέας εξουσίας να μην συνταχθεί στο πλευρό καμίας από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, δηλαδή τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ.
Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα ο Khamenei δήλωσε πριν από μερικές ημέρες ότι «σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, η προτίμηση της Ανατολής έναντι της δύσης (…) αποτελεί μια από τις προτεραιότητές μας».
Αναλυτές εκτιμούν ότι οι δηλώσεις αυτές δεν αλλάζουν τη βασική αρχή του Ιράν να απορρίπτει τις ξένες δυνάμεις, όποιες κι αν είναι. Ωστόσο υπονοούν ότι η τελευταία απόπειρα προσέγγισης με τις ΗΠΑ, μέσω της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, ασθμαίνει.
Η συμφωνία αυτή υπογράφηκε το 2015 από το Ιράν και τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Ρωσία, τη Γαλλία, τη Βρετανία και τη Γερμανία.
Ο αγιατολάχ «έχει υπογραμμίσει επανειλημμένα ότι η συμφωνία του 2015 αποτελεί ένα τεστ για να ελέγξει (η Τεχεράνη) αν οι διαπραγματεύσεις με τη Δύση μπορούν να αποφέρουν θετικά αποτελέσματα», δήλωσε η Ellie Geranmayeh του European Council on Foreign Relations.
«Οι Ιρανοί ηγέτες εκτιμούν ότι οι ΗΠΑ ενεργούν κακή τη πίστη (…) Η δήλωση του Khamenei δίνει το πράσινο φως να επικεντρωθούν οι διπλωματικές προσπάθειες στις σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία», πρόσθεσε.
Οι δηλώσεις του αγιατολάχ απαντούν και στην απειλή του Αμερικανού προέδρου Donald Trump ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και θα του επιβάλουν εκ νέου κυρώσεις, αν δεν δεχθεί να περιορίσει το βαλλιστικό του πρόγραμμα και τις «αποσταθεροποιητικές ενέργειές του» στη Μέση Ανατολή.
Ακόμη και πριν από την εκλογή Trump η Τεχεράνη είχε την αίσθηση ότι η Ουάσινγκτον δεν σέβεται τις δεσμεύσεις της, κυρίως εξαιτίας των κυρώσεων που της επιβάλλει οι οποίες δεν συνδέονται με το πυρηνικό της πρόγραμμα και εμποδίζουν τις τραπεζικές της σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο και τις ξένες επενδύσεις.
Για να στηρίξουν την άποψή τους αυτή, Ιρανοί αξιωματούχοι υπογραμμίζουν ότι η πυρηνική συμφωνία τονίζει ότι οι ΗΠΑ πρέπει «να απόσχουν από κάθε πολιτική που επηρεάζει άμεσα ή αποθαρρύνει την εξομάλυνση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων του Ιράν» με τον υπόλοιπο κόσμο.
«Από την πρώτη ημέρα οι ΗΠΑ υπό την προεδρία του Barack Obama άρχισαν να παραβιάζουν (…) τη συμφωνία», επισημαίνει ο Mohammad Marandi, πολιτικός αναλυτής και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η δήλωση του Khamenei υπογραμμίζει απλώς ότι οι σχέσεις με τις ανατολικές και τις ασιατικές χώρες είναι πολύ πιο ισχυρές σήμερα, κυρίως χάρη στη σύμπνοια Τεχεράνης και Μόσχας σε ό,τι αφορά την κρίση στη Συρία.
«Οι σχέσεις του Ιράν και τη Ρωσία, την Κίνα και έναν αυξανόμενο αριθμό ασιατικών χωρών είναι σήμερα πολύ καλύτερες από αυτές με τις δυτικές χώρες διότι μας συμπεριφέρονται πολύ καλύτερα», τόνισε ο Marandi.
Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη οικονομική και εμπορική εταίρος του Ιράν εδώ και χρόνια. Εξάλλου Νότια Κορέα, Ινδία και Τουρκία είναι μεταξύ των πέντε βασικότερων χωρών από τις οποίες κάνει εισαγωγές το Ιράν.
Η Ισλαμική Δημοκρατία έχει εμφανιστεί ιδιαίτερα ευέλικτη σε ό,τι αφορά την εξωτερική της πολιτική, εκτιμούν οι αναλυτές.
«Το Ιράν υιοθέτησε μια ρεαλιστική προσέγγιση απέναντι στις ΗΠΑ όταν ήταν προς το συμφέρον της», σημειώνει η Γκερανμαγέ.
Αναφερόταν συγκεκριμένα στη συνεργασία της Τεχεράνης με την Ουάσινγκτον το 2001 κατά τη διάρκεια της αμερικανικής επέμβασης στο Αφγανιστάν προκειμένου να εκδιώξει τους Ταλιμπάν από την εξουσία.
Τον Απρίλιο του 2015, τρεις μήνες μετά την υπογραφή της πυρηνικής συμφωνίας, ο Khamenei είχε αφήσει ανοικτή την πόρτα σε μια βελτίωση των διμερών σχέσεων με τις ΗΠΑ. «Αν η άλλη πλευρά αφήσει στην άκρη το συνηθισμένο πείσμα της (…) είναι εφικτή μια διαπραγμάτευση μαζί τους και σε άλλα θέματα», είχε πει.
Οι εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν έχουν υπερδιπλασιαστεί μετά τη συμφωνία του 2015, μετά την άρση ενός μέρους των διεθνών κυρώσεων εναντίον του, ενώ ανθεί και το εμπόριο με την Ευρώπη.
Όμως οι αμερικανικές απειλές έχουν προκαλέσει ανησυχία ξανά στους διεθνείς επενδυτές και στις μεγάλες τράπεζες, με τους Ευρωπαίους να είναι πιο ευάλωτοι στις πιέσεις των ΗΠΑ από τους Κινέζους ή τους Ρώσους.
«Αν οι Ευρωπαίοι δεν έχουν το θάρρος να αντισταθούν μπροστά στις ΗΠΑ, δεν θα πρέπει να αναμένουν να γίνουν εταίροι μας», προειδοποίησε ο Marandi. «Αν κάποιες πόρτες κλείσουν και άλλες ανοίξουν, δεν θα περιμένουμε επ' άπειρον μπροστά από τις κλειστές πόρτες», πρόσθεσε.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ