Το Βρετανικό Μουσείο προβάλλει τις… ερωτογενείς ζώνες γλυπτών του Παρθενώνα

Το Βρετανικό Μουσείο προβάλλει τις… ερωτογενείς ζώνες γλυπτών του Παρθενώνα

Της Αγγελικής Κώττη

Δικά μου είναι, ό,τι θέλω τα κάνω λέει κατ' ουσίαν το Βρετανικό Μουσείο για τα γλυπτά του Παρθενώνα. Τον τελευταίο καιρό ακολουθεί επιθετική τακτική, την οποία ξεκίνησε όταν αρνήθηκε τη διαμεσολάβηση της UNESCO στο θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Κατ'' αρχάς, έστειλε στο Ερμιτάζ το άγαλμα του θεού Ιλισσού, από τη ζωφόρο, «σπάζοντας» έτσι το μοναδικό σύνολο. Ακολούθως, παρουσίασε έξι έργα σε δική του έκθεση για το Σώμα στην Αρχαία Ελληνική Τέχνη. Τώρα ετοιμάζεται να μετακινήσει γλυπτά του Φειδία εντός του μουσείου, για μια έκθεση που σχετίζεται με τον Ροντέν και τα παρθενώνεια γλυπτά, επαναλαμβάνοντας την απαράδεκτη τακτική.

Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα βρίσκεται σε αναζήτηση κινήσεων επί του θέματος, αλλά με δραματικά αργούς ρυθμούς. Τέλη του ερχομένου Νοεμβρίου θα συνεδριάσει στην Αθήνα η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς Ένωσης για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, προκειμένου να συμβουλεύσει την ελληνική κυβέρνηση για τη στρατηγική της. Ίσως θα έπρεπε να εξεταστεί και η «έξυπνη» τακτική του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο προσπαθεί να μας βγει μπροστά διεθνώς στο λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα», το πλέον ισχυρό μας όπλο.

Το Βρετανικό Μουσείο διοργανώνει για τον ερχόμενο Απρίλιο σε πτέρυγά του μια μεγάλη έκθεση με θέμα την αγάπη του Ροντέν για τα γλυπτά του Παρθενώνα. Περίπου 100 έργα του μεγάλου γάλλου καλλιτέχνη θα παρουσιαστούν μαζί με 12 ή 13 γλυπτά του Παρθενώνα από τη συλλογή του Μουσείου. Ο νεαρός Ροντέν θαύμαζε τη συλλογή αυτή και επισκεπτόταν συχνά το μουσείο για να τη μελετήσει και να εμπνευστεί. Προς τούτο, είχε ταξιδέψει στο Λονδίνο 12 φορές ώστε να κάνει σκίτσα των γλυπτών, μερικά από τα οποία θα παρουσιαστούν στην έκθεση. Επίσης, έκανε εκμαγεία και μετέφερε στο Λονδίνο τα αντίγραφα.

Η πρώτη επίσκεψη του Ροντέν στο Λονδίνο έγινε το 1881, ενώ συνέχισε να επισκέπτεται το μουσείο μέχρι λίγο πριν το θάνατό του το 1917. Με αυτή την έκθεση το Βρετανικό Μουσείο επιχειρεί να δείξει την απήχηση των έργων του Φειδία που αυτό κατακρατεί, στη σύγχρονη ευρωπαϊκή τέχνη.

Το σκεπτικό του Ian Jenkins, του επικεφαλής επιμελητή πάσχει δραματικά. Επιμένει πως τόσο οι θεές στη ζωφόρο του Παρθενώνα όσο και π.χ. Το Φιλί του Ροντέν, είναι αισθησιακά, αν και με διαφορετικούς τρόπους. Το Φιλί, λέει μεταδίδει το ερωτικό του φορτίο, ενώ οι φιγούρες του Παρθενώνα έχουν διαφανή ιμάτια που προσκολλώνται στα σώματά τους, «δίνοντας έμφαση στις ερωτογενείς ζώνες».

Όσο «προηγμένες» αντιλήψεις και να έχει κανείς, μόνο ανάδειξη των ερωτογενών ζωνών στις θεές του Ολύμπου δεν μπορεί να βρει στη ζωφόρο. Πρόκειται για μια «ανάγνωση» των γλυπτών έξω από κάθε πραγματικότητα. Κυρίως, αφαιρεί την ιερότητά τους, η οποία έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο κατά την αρχαιότητα.

Η προκλητικότητα του Βρετανικού Μουσείου δε σταματά εδώ όμως. Ανάμεσα στα νέα αντικείμενα των πωλητηρίων του είναι αντίγραφο του πορτραίτου του διάσημου Ηνιόχου των Δελφών. Παρότι δεν πρόκειται για ακριβές αντίγραφο, και η απόδοση των χαρακτηριστικών είναι παντελώς διαφορετική από του πρωτοτύπου, ωστόσο είναι άνω ποταμών να πωλεί ένα μουσείο αντίγραφο, έστω και όχι πιστό, έργου που ανήκει σε άλλο, χωρίς να έχει ζητήσει καν άδεια. Μέτρον πάντων, χρήμα δηλαδή.

Σύμφωνα με όσα αναγράφονται στην επίσημη ιστοσελίδα του Βρετανικού Μουσείου, ο Ηνίοχος είναι το πλέον διάσημο έργο της αρχαϊκής εποχής στην Ελλάδα και ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα χάλκινα γλυπτά του Αυστηρού Ρυθμού, στα τέλη του 6ου αι. π.Χ.

Το πρωτότυπο -παραδέχονται- είναι στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών. Ωστόσο, σύμφωνα με απολύτως εξακριβωμένες πληροφορίες, δε ζητήθηκε η απαραίτητη άδεια. Τώρα, θα πρέπει το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων -αυτό, που παραμένει ακέφαλο- να ζητήσει τα «ρέστα» από το Βρετανικό Μουσείο. Σημειώνουμε πως το πορτραίτο πωλείται για 600 λίρες.

Δυστυχώς, το ΤΑΠΑ δεν πωλεί κεφαλή του Ηνιόχου, αλλά μόνο ακριβές αντίγραφο ολόκληρου του αγάλματος, που τιμάται 2750 ευρώ. Οι κεφαλές που διαθέτει είναι πάντως κατά πολύ φθηνότερες, και κοστίζουν από 20-40 μέχρι 250 ευρώ. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.