Λέια Αλαούι, η φωτογράφος που έχασε την ζωή της από τρομοκρατική επίθεση στην Μπουρκίνα Φάσο

Λέια Αλαούι, η φωτογράφος που έχασε την ζωή της από τρομοκρατική επίθεση στην Μπουρκίνα Φάσο

Της Άννα Σόμερς Κόκς

Στις 11 Ιανουαρίου, η Λέια Αλαούι πόσταρε «Off to Burkina Faso» (στο δρόμο για την Μπουργκίνα Φάσο) στο Facebook και πείρε 497 likes. Στις 18 πέθανε από τραυματισμούς που υπέστη τρεις μέρες πριν από την ομάδα τζιχαντιστών Αλ Μουαμπιτούν (Al Mourabitoun) όταν καθόταν στο καφέ Cappuccino στην πρωτεύουσα Ουαγκαντουγκού. Άλλοι 30 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους στο μακελειό.

Η Γαλλομαροκινή φωτογράφος βρισκόταν εκεί στα πλαίσια ενός προγράμματος πάνω στον γάμο παιδιών ως μέρος του προγράμματος «My Body: My Rights» (Το Σώμα Μου: Τα Δικαιώματά Μου) της Διεθνούς Αμνηστίας. «Είχε ήδη στείλει πίσω κάποιες πολύ καλές φωτογραφίες,» είπε η Samira Daoud, περιφερειακός διευθυντής της Αμνηστίας για την δυτική και την κεντρική Αφρική. «Είχε ξεκινήσει με μια σειρά από νέες κοπέλες και κατάφερε να μην τις κάνει να φαίνονται σαν θύματα αλλά να τους φερθεί με σεβασμό. Ήταν τέλεια για την δουλειά, άνετη με το περιεχόμενο αλλά κρατώντας τις αποστάσεις της.»

Η Αλαούι ήταν τριαντατριών χρονών και η καριέρα της μόλις είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω της. Γεννημένη στο Παρίσι το 1982, μεγάλωσε στο Μαρακές σε ένα κομψό σπίτι σε Γαλλικό στιλ ArtDeco όπου η μητέρα της διασκέδαζε ανθρώπους όπως τον Ίβ Σεν Λοράν, την Μπιάνκα Τζάγκερ και τον Τζόν Πολ Γκετί, πήγε στην Νέα Υόρκη σε ηλικία 17 χρονών για να σπουδάσει κοινωνιολογία και φωτογραφία στο City University. Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις της, είπε ότι τα οκτώ χρόνια που πέρασε στο εξωτερικό την βοήθησαν να διαμορφώσει το πώς έβλεπε τον κόσμο και όταν επέστρεψε στο Μαρόκο, είχε κριτική ματιά, αλλά επίσης είχε και τη σιγουριά ότι αυτές είναι οι ρίζες της.

Αυτό που την ενέπνευσε περισσότερο ήταν το πάθος της μητέρας της για την φωτογραφία, αλλά αντί για την φωτογραφία κοσμικού περιεχομένου υπερασπιζόταν τους περιθωριακούς, κάτι που συχνά την οδηγούσε σε άβολη ζωή. Το κύριο θέμα της δουλειάς της ήταν η μετανάστευση: η απελπισία και τα όνειρα που οδηγούν τους ανθρώπους στο να διακινδυνεύσουν τα πάντα για μια νέα και καλύτερη ζωή. Λίγο πριν πεθάνει είχε αρχίσει να καταγράφει την αποξένωση και την οργή των τρίτων και των τέταρτων γενεών από μετανάστες στην Γαλλία.

Για την σειρά της «No Pasara» (δεν θα περάσει), ένα έργο το οποίο της ανέθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση (περίεργη ειρωνεία εδώ) το 2008, πήγε στις πιο απόμακρες και υποβαθμισμένες περιοχές του Μαρόκο στις οποίες οι νέοι άνθρωποι προσπαθούσαν να μπουν στην Ευρώπη μέσω της Ισπανίας. Σε μια από τις φωτογραφίες της υπάρχουν οι λέξεις «άνοιξε την πόρτα γιατί θα εκραγώ», ζωγραφισμένες στον τοίχο στην απελπισμένη αγροτική πόλη του Ελ Κσίμπα στο κεντρικό Μαρόκο. Η δουλειά της σιγοντάριζε με την ανησυχία που δημιουργήθηκε από τους καμικάζι, τους στρατολογημένους στους Isil, τους ανθρώπους δηλαδή που της πήραν την ζωή.

Ένα άλλο πρότζεκτ της αφορούσε τους ακόμα πιο υποβαθμισμένους μετανάστες από την Υποσαχάρια Αφρική που έρχονταν στο Μαρόκο με την ελπίδα να πάνε από εκεί στην Ευρώπη, την γη της επαγγελίας. Το έντονο βίντεό της, σε τρείς οθόνες, δείχνει τις ερήμους που διέσχισαν, τους ίδιους τους ανθρώπους και την σκληρή θάλασσα που περίμεναν να περάσουν.

Απέρριπτε τον εύκολο ρατσισμό των Μαροκινών, το εξώφυλλο του περιοδικού Maroc Hebdo με το πρόσωπο ενός Αφρικανού κάτω από τον τίτλο «Η μαύρη απειλή». Συνεργάστηκε με το γαλλικό φεστιβάλ «Migrant'scene» του οποίου η έκδοση του 2012 που έγινε στο Ραμπάτ επικεντρωνόταν στην αβεβαιότητα της ζωής αυτών των Αφρικανών μεταναστών στο Μαρόκο.

Πιθανώς αναπόφευκτα, η πιο δημοφιλής σειρά της είναι αυτή που παρουσιάζει χαρακτήρες με ενδιαφέρουσες ενδυμασίες απότομήκος και το πλάτος του αγροτικού Μαρόκο. Η έμπνευση της ιδέας ήταν το «The Americans» (1958) του Ρόμπερτ Φράνκ, αλλά το στιλ, με τις ολόκληρες φιγούρες σε ένα απλό, σκοτεινό χώρο έρχεται από τον Ρίτσαρντ Άβεντον. Κάθονται εκεί στην γραφική τουςπεριβολή, ήρεμοι αλλά όχι χαμογελαστοί (η Αλαούι είπε ότι αυτό ήταν το αυθόρμητο ύφος των ανθρώπων που δεν έχουν συνηθίσει την ιδέα της κάμερας). Έπαιρνε τις φωτογραφίες γρήγορα, καλώντας τα θέματά της στο κινητό της στούντιο κατευθείαν από τον δρόμο, συνήθως κοντά σε αγορές. Με το άγχος να αποφύγει κάθε σύνδεση με τον οριενταλισμό, τόνιζε ότι αυτά ήταν τα καθημερινά τους ρούχα, «Δεν τους στήνω ποτέ. Τους ζητάω να σταθούν όπως θέλουν. Ήθελα να καταγράψω την πολιτιστική και εθνική ποικιλία του Μαρόκο και να αποφύγω τουριστικές παγίδες».

Την επόμενη μέρα ο Βασιλιάς Μοχάμεντ ανακοίνωσε ότι αναλαμβάνει τον επαναπατρισμό του σώματός της, μια αναγνώριση του χαμένου της ταλέντου αλλά και του γεγονότος ότι ήταν από την ίδια οικογένεια.

Επιμέλεια: Χρόνης Μούγιος