Με μια ξεχασμένη λέξη θα ασχοληθούμε σήμερα, που, σύμφωνα με τα λεξικά κατατάσσεται στις αρχαιοπρεπείς.
Η γλώσσα μας έχει απίστευτο πλούτο και πολύ μεγάλη εκφραστική δύναμη. Από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα dapayate, που σημαίνει διαιρεί, μοιράζει έχουμε ένα πλήθος λεκτικών τύπων συγγενών ετυμολογικά με αυτόν που εξετάζουμε σήμερα.
Ο δαψιλής είναι ο άφθονος, ο πλουσιοπάροχος. Στην ίδια ινδοευρωπαϊκή οικογένεια που αναφέραμε παραπάνω ανήκει και η δαπάνη, ο δαπανηρός, το δαπανώ και το δείπνο ως μερίδα από το φαγητό.
Ο συγκεκριμένος τύπος προέρχεται από το ρήμα δάπτω (καταβροχθίζω, τρώω) της μεγάλης αυτής ομάδας και συγκεκριμένα από τον αόριστό του ?δαψα.
Άρα, όταν προσφέρουμε δαψιλώς τα δίνουμε όλα για όλα, προσφέρουμε πολλά και με όλη μας την καρδιά. Και η δαψίλεια που ακούγεται σπάνια πια είναι αυτή η άνεση, ο πλούτος.