Χρηματιστήριο Αθηνών: Άνοδος ή πτώση μετά τη στασιμότητα;
Shutterstock
Shutterstock

Χρηματιστήριο Αθηνών: Άνοδος ή πτώση μετά τη στασιμότητα;

Είδε τις 1.350 μονάδες ο Γενικός Δείκτης και φοβήθηκε; Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εισαγόμενο πτωτικό κύμα; Που είναι οι επόμενοι στόχοι; Ποια είναι τα νέα σημεία στήριξης; Έχουμε αντιστροφή κλίματος; Έχουμε πιεστικές ρευστοποιήσεις; Τι να περιμένουμε το επόμενο χρονικό διάστημα;

Αυτές είναι μερικές από τις ερωτήσεις που κυριαρχούν στα χρηματιστηριακά γραφεία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας εβδομάδας. Ερωτήσεις που εκφράζουν ανησυχίες, αλλά δεν είχαν ακουστεί το προηγούμενο χρονικό διάστημα, εν μέσω ενός μπαράζ από γεγονότα και αναλύσεις, που υπόσχονταν θετικές εξελίξεις.

Τι άλλαξε μέσα σε δυο - τρεις ημέρες; 

Σε διεθνές επίπεδο είχαμε τη φανερή πλέον υστέρηση της ανάπτυξης της Κινεζικής Οικονομίας, που ήρθε να επισφραγίζει τις υπάρχουσες ανησυχίες για το μέλλον του ίδιου του αναπτυξιακού μοντέλου το οποίο έχει σχεδιαστεί κεντρικά από το κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα. Ένα μοντέλο που δημιουργεί μια σειρά από διαδοχικές κρίσεις, που συνδυαστικά μπορούν να συνθέσουν ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. 

Κρίση στο δημογραφικό, κρίση στο real estate, κρίση στην οικονομική βιωσιμότητα των περιφερειακών κυβερνήσεων, κρίση στις κρατικές περιφερειακές τράπεζες, κρίση στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα με πιο πρόσφατο το παράδειγμα του Zhongzhi Enterprise Group Co που διαχειρίζεται περισσότερα από $137 δισ. και φυσικά στην εκτεταμένη αμφισβήτηση από την πλευρά των Αμερικανών επενδυτών απέναντι στα οικονομικά μεγέθη που απεικονίζονται στις λογιστικές καταστάσεις των μεγαλύτερων κινεζικών εταιρειών. 

Τι άλλο άλλαξε

Η στάση της JPMorgan απέναντι στις χρηματιστηριακές αγορές. Αντίθετα με τη θετική της στάση που αποτυπωνόταν στις αναλύσεις της, μέχρι και το Q3 του 2023, σήμερα η JPMorgan, αναφέρεται σε μια υπεραγορασμένη αγορά μετοχών, σε υψηλές αποτιμήσεις των εισηγμένων εταιρειών και σε αναμενόμενες αποδόσεις μέσα στο 2024, που δεν δικαιολογούν την αντίστοιχη ανάληψη ρίσκου. 

Έτσι η JPMorgan στην πιο πρόσφατη έκθεση της αναμένει μέχρι το τέλος του 2024, άνοδο της τάξης του +1% για τον FTSE 100, πτώση κατά -3% για τον MSCI EUROPE, πτώση της τάξης του -5% για τον DJ EURO STOXX 50 και πτώση της τάξης του -5% για τον MSCI EUROZONE. Δηλαδή αποδόσεις που δεν είναι καθόλου δελεαστικές, για να αναλάβει κάποιος το ρίσκο επενδυτικής συμμετοχής στα χρηματιστήρια.

Τι φόβισε τους επενδυτές;

Τους φόβισε η διγλωσσία των κεντρικών Ευρωπαίων τραπεζιτών. Διότι ενώ μέχρι τώρα σύμφωνα με τα λεγόμενα των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι αγορές ανέμεναν και προεξοφλούσαν, τέσσερις μειώσεις επιτοκίων, συνολικά της τάξης των 100 μονάδων βάσης μέσα στο 2024 ξεκινώντας από το Q2, που θα τα οδηγούσαν από το σημερινό 4% τουλάχιστον στο 3%, ο αυστριακός κεντρικός τραπεζίτης Ρόμπερτ Χόλτσμαν σε παρέμβασή του στο Νταβός, ανέφερε ότι δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένη μια μείωση των επιτοκίων μέσα στο 2024. Εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο τη διατήρηση μιας σκληρής γραμμής στο εσωτερικό της ΕΚΤ. Σύμφωνα με αυτήν τη σκληρή γραμμή την οποία ενστερνίζεται και η γερμανική κεντρική τράπεζα, πρώτα θα πρέπει να υποχωρήσει ο πληθωρισμός κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ που είναι το 2% και μετά να αρχίσει η μείωση των επιτοκίων

Άλλαξε άραγε κάτι και στην εγχώρια οικονομική σκηνή;

Οι αναλυτές της ιταλικής επενδυτικής τράπεζας Mediobanca, παρουσίασαν σε έκθεση τους μια διαφορετική εικόνα για το «success story» του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Εστιάζοντας στην αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ, εκτιμούν ότι θα υπάρξει μείωση στην κερδοφορία των τραπεζών. 

Έτσι εκεί που οι επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αθηνών είχαν συνηθίσει να διαβάζουν για συστάσεις «outperform» για τις τράπεζες, είδαν ότι η Mediobanca, έδωσε «underperform» για τις μετοχές της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank με τιμές στόχους τα 6,30 ευρώ και 1,70 ευρώ αντιστοίχως και «neutral» για την Τράπεζα Πειραιώς με τιμή στόχο τα 3,65 ευρώ.

Η Mediobanca δεν λαμβάνει βέβαια υπ’ όψιν της στην ανάλυση της, κάτι που επισημαίνεται σε άλλες αντίστοιχες επενδυτικές αναλύσεις. Ότι δηλαδή, η μείωση αυτή μπορεί να αντισταθμιστεί αφενός από την αύξηση του ρυθμού χρηματοδοτήσεων της οικονομίας και αφετέρου από τη μείωση των επιτοκίων των καταθέσεων. Μένει να αποδειχθεί βέβαια, ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο.

Πάντως με όρους διαγραμματικής ανάλυσης σύμφωνα με τις τρέχουσες εκθέσεις των τεχνικών αναλυτών, οι «ταύροι» αναμένουν την κατάκτηση των 1370 μονάδων, ενώ οι «αρκούδες» καλοβλέπουν τις 1280 μονάδες, σαν ένα καλό σημείο εισόδου.