Η καθαρή θέση είναι ένα κριτήριο επιλογής μετοχών καθώς προσδιορίζουν μια αξία άυλων και ενσώματων παγίων που έχει η επιχείρηση. Ειδικά στις περιπτώσεις εταιρειών με υψηλό βαθμό παγιοποίησης ο δείκτης P/BV (κεφαλαιοποίηση προς καθαρή θέση) μπορεί να υποδείξει υποτιμημένες περιπτώσεις εταιριών. Αρκεί βέβαια να πληρούνται μια σειρά από κριτήρια που συνδυαστικά υποστηρίζουν την επενδυτική απόφαση.
Η διαπραγμάτευση κάτω από την αξία των κεφαλαίων μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Αν η εταιρία είναι σταθερά ζημιογόνος αυτό σημαίνει ότι σύντομα θα μείνει χωρίς κεφάλαια και θα αναγκαστεί να εκποιήσει τα πάγια ή τις θυγατρικές της ή θα κάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
Ένας άλλο λόγος είναι η ύπαρξη σημαντικού δανεισμού. Με τον όρο σημαντικό εννοούμε δανειακές υποχρεώσεις που υπερβαίνουν τις 4 φορές τα λειτουργικά κέρδη και αποτελούν εν δυνάμει λόγο για ένα χρηματοοικονομικό στρες. Μπορεί τέλος να είναι καθαρά λόγοι εμπορευσιμότητας ή αντίστοιχων αποτιμήσεων ομοειδών εταιριών στο εξωτερικό.
Αν τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει πιθανόν να υπάρχει ευκαιρία, ειδικά αν η έκπτωση στα κεφάλαια συνδυάζεται από ταμειακή ρευστότητα και σταθερή προοπτική μερίσματος. Από τον πίνακα των αποτελεσμάτων εξαμήνου εξαιρέθηκαν οι ΑΕΕΑΠ οι οποίες προσεγγίζονται από την αγορά με βάση τις αποτιμήσεις που ισχύουν στο εξωτερικό και έχουν σχετικά μέτρια προς χαμηλή εμπορευσιμότητα.
Στον χρηματοοικονομικό κλάδο οι πιο εμφανείς περιπτώσεις αφορούν την Interlife που διαπραγματεύεται στο 0,66 της καθαρής της θέσης παρά τις ευνοϊκές αλλαγές που έρχονται στην ασφαλιστική αγορά και οι τράπεζες Alpha Bank (0,48), Τράπεζα Πειραιώς (0,61) και Τράπεζα Κύπρου (0,78). Ακόμα και αν χρησιμοποιηθεί το κριτήριο της ενσώματης καθαρής θέσης τόσο η Τράπεζα Πειραιώς (0,7) όσο και η Alpha Bank (0,54) εξακολουθούν να παρουσιάζουν αποκλίσεις.
Οι υπόλοιπες 16 κερδοφόρες - εταιρίες προέρχονται από τον εμποροβιομηχανικό κλάδο και κινούνται σε ένα εύρος αποτίμησης 0,43 έως 0,82 φορές την καθαρή τους θέση. Τα δύο διυλιστήρια παρά τα εξαιρετικά αποτελέσματα και τις υψηλές μερισματικές αποδόσεις «τιμωρούνται» λόγω των έκτακτων φορολογικών επιβαρύνσεων οι οποίες λειτουργούν σαν οροφή για την απόδοση των κεφαλαίων.
Το ίδιο ισχύει και για τις δύο εταιρίες ύδρευσης οι οποίες εμφανίζουν ακόμα μεγαλύτερη έκπτωση από τα πάγια τους λόγω των χαμηλών περυσινών επιδόσεων τους. Οι εταιρίες Κυλινδρόμυλοι Λούλη, Πλαστικά Θράκης Flexopack ΑΔΜΗΕ και ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ χαρακτηρίζονται από υψηλές παγιοποιήσεις και μεγάλες επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό που δεν αντανακλώνται στην κεφαλαιοποίηση τους παρά την ικανοποιητική πορεία της κερδοφορίας τους τα τελευταία χρόνια η οποία συνοδεύεται και από μερίσματα.
Σε κάθε περίπτωση οι «αδικίες» στις αποτιμήσεις των εταιριών χρειάζονται έναν ειδικό καταλύτη για να αμβλυνθούν, πιθανόν και την εξάλειψη ενός παράγοντα αβεβαιότητας που λειτουργεί ανασταλτικά στο να γίνει πιο αποτελεσματική η αγορά. Όσο πιο δραστήρια είναι η ομάδα επενδυτικών σχέσεων των εταιριών τόσο πιο γρήγορα οι στρεβλώσεις διορθώνονται ή περιορίζονται μέσω της συστηματικής επικοινωνίας με την επενδυτική κοινότητα. Και αυτή η παράμετρος χρήζει διερεύνησης πριν τη λήψη μιας απόφασης.