Από τη στιγμή που η υπόθεση της μείωσης της παραγωγής ενέργειας από καύση υδρογονανθράκων έγινε στρατηγική επιλογή της Ευρώπης, ξεκίνησε ένας μαραθώνιος επενδύσεων, κυρίως σε ΑΠΕ, προκειμένου να μειωθεί το ανθρακικό αποτύπωμα και να περιοριστεί η εξάρτηση των ορυκτών καυσίμων που εισάγονται από τη Ρωσία.
Ωστόσο, η διαδικασία αυτή αποδεικνύεται δύσκολη και εξαιρετικά δαπανηρή: Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2030 εκτιμάται ότι η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί κατά 60%, ενώ θα πρέπει να γίνουν επενδύσεις σε ΑΠΕ που θα αυξήσουν την εγκατεστημένη δυναμικότητα κατά 800 GW σε φωτοβολταϊκά πάρκα ως το 2030 και 317 GW σε off-shore αιολικά πάρκα ως το 2050.
Όμως ένα από τα βασικά προβλήματα που έχει ο σχεδιασμός αυτός είναι η ασύγχρονη προσφορά ενέργειας με τη ζήτηση του συστήματος. Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι στις αιχμές ζήτησης του συστήματος η παραγωγή από ΑΠΕ μπορεί να μην ανταποκρίνεται και το αντίστροφο. Η λύση της αποθήκευσης ακόμα δεν έχει επιτύχει κοστολόγια που να δικαιολογούν μεγάλες επενδύσεις και αυτό που απομένει είναι η επέκταση των δικτύων σε χώρες με ελλειμματικό ισοζύγιο (εισαγωγές). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την διασύνδεση νέων αγορών με δίκτυα αυξημένης χωρητικότητας στην υψηλή τάση.
Τα οικονομικά αυτών των επενδύσεων στα δίκτυα διανομής κυμαίνονται από 33-67 δισ. ευρώ το χρόνο από το 2025 έως το 2050. Το σύνολο των επενδύσεων εκτιμάται σε 584 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 375-425 δισ. ευρώ πρέπει να επενδυθούν ως το 2030. Ο λόγος της επίσπευσης αυτών των επενδύσεων έχει να κάνει με την παλαιότητα των δικτύων καθώς το 40% του συνόλου των διασυνδέσεων είναι ηλικίας άνω των 40 ετών.
Η ιδιαιτερότητα της φύσης αυτών των επενδύσεων δεν αφήνει πολλά περιθώρια καθυστερήσεων: Αν ένα εθνικό δίκτυο δεν εκσυγχρονιστεί θέτει σε κίνδυνο ή σε υπολειτουργία τα υπόλοιπα δίκτυα από τα οποία διέρχεται η ενέργεια. Η ανάγνωση είναι αφενός θετική για τους διαχειριστές των δικτύων, καθώς θα αυξήσουν σημαντικά τη βάση παγίων αφετέρου θετικότερη για όλο το οικοσύστημα εταιριών που περιστρέφεται γύρω από την προμήθεια, κατασκευή και εγκατάσταση των νέων δικτύων.
Δεδομένης της στρατηγικής αξίας των υλοποιούμενων επενδύσεων το κάλεσμα των ενδιαφερόμενων επενδυτών έχει ένα πολύ σαφές γεωγραφικό προσδιορισμό. Επιπλέον η αύξηση της δυναμικότητας από τον ανταγωνισμό επί του παρόντος δεν φαίνεται ικανή να καλύψει τη ζήτηση, ενώ τα νέα εργοστάσια απαιτούν τουλάχιστον τρία χρόνια μέχρι να πάρουν όλες τις απαραίτητες πιστοποιήσεις γεγονός που λειτουργεί αποτρεπτικά στην είσοδο νέων ανταγωνιστών. Επίσης η ολιγοπωλιακή φύση των δικτύων δεν επιτρέπει την είσοδο άλλων παικτών στην αγορά παρά μόνο με εξαγορές.
Οι δύο άμεσα εμπλεκόμενοι του ΧΑ στην υπόθεση του εκσυγχρονισμού των δικτύου είναι ο ΑΔΜΗΕ και η Cenergy. Ο ΑΔΜΗΕ ήδη ξεκίνησε να μιλάει δεύτερο σύστημα μεταφοράς κορμού που θα ανοίξει το δρόμο στις εξαγωγές. Σύμφωνα με το 10ετές επενδυτικό πλάνο το σύνολο των κεφαλαίων που θα πρέπει να επενδυθεί σε χερσαίες και υπεράκτιες συνδέσεις, αλλά και σε νέες διασυνοριακές διασυνδέσεις είναι κοντά στα 5,5 δισ ευρώ. Μέρος από τα κεφάλαια αυτά θα αποτελέσει τη βάση για τον υπολογισμό της απόδοσης και την αύξηση των εσόδων του ΑΔΜΗΕ μακροπρόθεσμα.
Η Cenergy έχει τον δεύτερο λόγο, ως παραγωγός καλωδίων με το συμβασιοποιημένο ανεκτέλεστο της να βρίσκεται ήδη στα 3,1 δις ευρώ καλύπτοντας τον τζίρο των επόμενων τριών ετών. Ήδη η εταιρεία έχει πάρει αποφάσεις για την αύξηση της δυναμικότητα της με νέο εργοστάσιο υψηλής τάσης στην Ελλάδα και εξετάζει να πράξει κάτι αντίστοιχο και στις ΗΠΑ.
Όπως και να έχει οι δύο αυτές εταιρείες αποτελούν τις άμεσα εμπλεκόμενες με τις επενδύσεις που απαιτούνται για την ενεργειακή μετάβαση. Και η εμπλοκή αυτή θα έχει και το αντίστοιχο επενδυτικό αποτύπωμα στην μετοχή τους.