Κοιτάζοντας την εξέλιξη των χρηματιστηριακών τιμών της προηγούμενης δεκαετίας διαπιστώνει κανείς ότι οι καλύτερες στιγμές να επενδύσει κανείς στο Ελληνικό Χρηματιστήριο ήταν σε περιόδους μεγάλων διεθνών αναταραχών. Brexit, Covid και ουκρανική κρίση ήταν γεγονότα που έδωσαν επίπεδα τιμών, τα οποία με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκαν εξαιρετικά σημεία εισόδου.
Το βασικό πρώτο ζητούμενο στις καταστάσεις πανικού των αγορών είναι αν η εξεταζόμενη μετοχή θα υπάρχει μετά από 10 χρόνια. Αν ο λόγος, ο οποίος έχει προκαλέσει την απότομη πτώση της τιμής της μετοχής, είναι κατά κύριο λόγο συστημικός, τότε η πιθανότητα στο μέλλον η μετοχή να ανακάμψει είναι με το μέρος του επενδυτή.
Η δυσκολία των τοποθετήσεων σε μια αγορά που πέφτει με ένταση και διάρκεια είναι απόλυτα κατανοητή. Και αυτό έχει να κάνει και με το χρονισμό των κινήσεων του επενδυτή όταν ξεκινάει να τοποθετείται: Μετά τη δεύτερη άστοχη κίνηση που δεν επιβεβαιώνεται από κάποια ανοδική αντίδραση ή έστω από κάποια σταθεροποίηση της τιμής και η μετοχή συνεχίζει να σκάβει προς νέα χαμηλά, η εμπιστοσύνη κλονίζεται και η αβεβαιότητα αρχίζει πλέον να κυριεύει τον επενδυτή. Σε μια αγορά σαν την ελληνική, οι απώλειες από το χρηματιστήριο έχουν έναν έξτρα βαθμό ψυχολογικής επιβάρυνσης από τα εσωτερικά γεγονότα που προηγήθηκαν την δεκαετία 2008 – 2018.
Μετά το καλοκαίρι του 2015, ωστόσο, η συμπεριφορά του Γενικού Δείκτη άρχισε να αποκτά σταδιακά καλύτερη προσαρμογή με τις ξένες αγορές απορροφώντας σε βάθος χρόνου τους κραδασμούς γεγονότων με γεωπολιτικό χαρακτήρα. Η ιστορία δείχνει ότι οι έχοντες στοιχειώδη υπομονή θα φύγουν σε ένα χρόνο από σήμερα με αξιόλογα κέρδη και όσοι έχουν μεγαλύτερη υπομονή θα βγουν με εξαιρετικές αποδόσεις, ακολουθώντας μόνο την πορεία του Γενικού Δείκτη. Αρκεί να αγοράσουν μετοχές. Και σε αυτό το πινακίδιο αγοράς θα βγει και το μεγάλο κέρδος γιατί το ρίσκο που αγοράζουν δικαιολογεί και μια ανάλογη απόδοση.
Για όσους δεν έχουν ρευστότητα και είναι 100% επενδεδυμένοι, αυτή είναι η χειρότερη στιγμή να πουλήσουν. Ενδεχομένως οι σταδιακές κινήσεις και μια μικρή αναμονή μέχρι να ηρεμήσει η αγορά να είναι η ενδεδειγμένη τακτική. Επίσης, η λογική των αναδιαρθρώσεων δεν έχει πολύ νόημα σε μια αγορά που όλα πέφτουν σχεδόν ομοιόμορφα. Τέλος, η θέση που έχει τις λιγότερες απώλειες συνήθως είναι αυτή που θα ανακάμψει γρηγορότερα και το πιο συνηθισμένο λάθος είναι η ρευστοποίησή της και η αύξηση θέσεων εκεί που το χαρτοφυλάκιο γράφει μεγάλες απώλειες.
Βέβαια, αυτή τη φορά θα πει κάποιος πως «τα γεγονότα είναι διαφορετικά». Φυσικά και είναι διαφορετικά. Αν δεν ήταν διαφορετικά, δεν θα υποχωρούσαν με τόσο έντονο τρόπο οι τιμές, θα ξέραμε εξ αρχής πώς θα περιοριστεί η αβεβαιότητα. Αν δεν είμαστε στο τέλος του κόσμου τότε είμαστε σε μια από αυτές τις περιόδους που θεωρούνται ευκαιρίες τοποθετήσεων. Αν πάλι παίζουμε τις καθυστερήσεις για το τέλος του κόσμου, η αποτίμηση του χαρτοφυλακίου θα είναι μάλλον το τελευταίο πράγμα που θα πρέπει να μας ενδιαφέρει.
Πώς αντέδρασε η ελληνική αγορά σε βάθος χρόνου μετά από μεγάλες ημερήσιες απώλειες