Θα κλείσει άραγε το ΧΑ για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά με θετικό πρόσημο ισοφαρίζοντας το σερί των περιόδων 1995-1999 και 2003-2007; Αν και οι οιωνοί είναι θετικοί (ανάπτυξη, κερδοφορία, μερίσματα), η πρόσφατη ιστορία έδειξε ότι μέσα σε ένα χρόνο πολλά μπορούν να αλλάξουν και η ροή νέων αβεβαιοτήτων (πανδημία, πόλεμοι κλπ) ανά πάσα στιγμή μπορεί να μεταβάλει τις συνθήκες στις αγορές.
Όπως και να έχει, το εγχείρημα φέτος έχει άλλο βαθμό δυσκολίας, καθώς οι κεφαλαιοποιήσεις δεν είναι στη «ζώνη του τζάμπα», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φθηνές μετοχές που διαπραγματεύονται στο ελληνικό χρηματιστήριο.
Το αντίθετο συμβαίνει στο εξωτερικό: Ο S&P -500 διαπραγματεύεται 21 φορές την κερδοφορία των εταιριών, έχοντας μεν premium έναντι των ιστορικών μέσων της 10ετιας (+12%) αλλά θετικό outlook (+13,9%) για την κερδοφορία των εταιριών για τη χρήση του 2025. Ενδεχόμενη αστοχία των προβλέψεων σε αυτό το επίπεδο των αποτιμήσεων δεν θα περάσει απαρατήρητη από την αγορά αλλά ούτε και από το ΧΑ, δεδομένου ότι σε βάθος 35ετίας η Ελληνική Αγορά συντονίζεται 8 στις 10 φορές με το πρόσημο της Αμερικής.
Τα καλά νέα για το ΧΑ είναι ότι φέτος δεν υπάρχει η αντίστοιχη περσινή ανάγκη διάθεσης ποσοστών από εισηγμένες εταιρίες. Το 2025 είναι λιγότερο πιεστικό από αυτή την άποψη στην άντληση ρευστότητας από την αγορά, γεγονός που στέρησε αποδόσεις και επιβράδυνε την αποτελεσματικότητα των επενδυτικών αντανακλαστικών το 2024. Οι χρηματικές διανομές μερισμάτων και επιστροφών κεφαλαίου θα κινηθούν προς τα 4,6 δισ. ευρώ και τουλάχιστον το 65% αυτών των διανομών θα κατευθυνθεί προς τα χαρτοφυλάκια θεσμικών και ιδιωτών επενδυτών, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη των χαρτοφυλακίων.
Επίσης, υπάρχουν και εισροές τόκων 141 εκατ. ευρώ από τα υφιστάμενα εισηγμένα εταιρικά ομόλογα και μια λήξη εντός του 2025 120 εκατ. ευρώ. Υπάρχει επομένως, μια καλύτερη εν δυνάμει σχέση ισορροπίας μεταξύ προσφοράς μετοχών και ρευστότητας, ακόμα και αν δεν παρατηρηθούν σημαντικές εισροές από το εξωτερικό.
Άγνωστος «x» παραμένει η συμπεριφορά των ξένων χαρτοφυλακίων στην αλλαγή του status της ελληνικής αγοράς. Η εκκίνηση της διαδικασίας ενδέχεται να δημιουργήσει ένα θέμα συντονισμού εισροών/εκροών με τον αντίκτυπο να εστιάζεται κυρίως σε μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης και ένα τμήμα της αγοράς δείχνει ανήσυχο, επισημαίνοντας την τραυματική εμπειρία του 2001.
Οι ως τώρα εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ένα ουδέτερο ισοζύγιο συνολικής αξίας 2 δισ. ευρώ. Κρίνοντας από τις αναδιαρθρώσεις βασικών δεικτών που έλαβαν χώρα μετά το 2020, η ελληνική αγορά έχει δείξει πιο ώριμη συμπεριφορά σε αλλαγές τίτλων, το οποίο μεταφράζεται σε πιο ήπιες και διαχειρίσιμες διακυμάνσεις σε συναλλαγές μεγάλων πακέτων.
Τέλος, οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις δείχνουν να κρατάνε τον καλό ρυθμό που είδαμε σε όλη τη διάρκεια του 2024. Η συνθήκη αυτή μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα, δίνοντας κλαδικά υπερτιμήματα, όπως έγινε πέρυσι με τον κλάδο πληροφορικής. Οι τράπεζες μπορούν να μπουν στο επίκεντρο μιας τέτοιας διαδικασίας, τα μετοχικά και θεμελιώδη δεδομένα είναι υποστηρικτικά.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν λόγους για να είμαστε πιο αισιόδοξοι για την εγχώρια αγορά. Αν μη τι άλλο, οι προϋποθέσεις για το 5x5 υπάρχουν. Αρκεί να συμφωνήσει και το διεθνές περιβάλλον.
Η κατανομή των αποδόσεων του Γενικού Δείκτη από το 1991
Πηγή: Beta Χρηματιστηριακή