Οι 1.500 μονάδες του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αποτελούν ταυτόχρονα ένα σημαντικό ψυχολογικό όριο κι έναν διακαή πόθο. Αφού καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024 που ήταν ένα έτος συσσώρευσης των χρηματιστηριακών τιμών, οι 1500 μονάδες ήταν το «ταβάνι» κάθε ανοδικής κίνησης.
Τα επίπεδα πέριξ των 1500 μονάδων αποτελούσαν και τον τοπικό πυθμένα του 2009, όταν κάπου εκεί είχε τερματιστεί η καθοδική διαδρομή που είχε ξεκινήσει τον Δεκέμβριο του 2007 από τις παρυφές των 5200 μονάδων, την κεφαλαιοποίηση των 196 δισ. ευρώ, τις ημερήσιες συναλλαγές των 480 εκατ. ευρώ και τους 400 χιλιάδες ενεργούς επενδυτές.
Βέβαια, ο συγκεκριμένος πυθμένας, δεν άντεξε μετά την πτώχευση της Ελληνικής Οικονομίας και την καταστροφική διακυβέρνηση της χώρας από τους Αλέξη Τσίπρα και Πάνο Καμένο, διασπώντας καθοδικά ακόμα και τις 500 μονάδες. Έκτοτε οι 1500 μονάδες μετατράπηκαν σε Ιερό Δισκοπότηρο, και επανακατακτήθηκαν μόλις κατά τη διάρκεια του Q2 του 2024. Μετά από 15 χρόνια, δηλαδή. Ακολούθησε βύθιση του περασμένου Αυγούστου και οι 1500 μονάδες έγιναν και πάλι ο καίριος και βασικός στόχος για τον Γενικό Δείκτη. Με τον επόμενο να βρίσκεται στις 1540 μονάδες και τον πιο μακροπρόθεσμο στόχο να τοποθετείται στις 1650 μονάδες.
To 2024 ήταν μια κορεσμένη χρηματιστηριακή χρονιά. Η ζήτηση για μετοχικούς τίτλους από το εξωτερικό, ικανοποιήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό μέσα από τα placements που πραγματοποιήθηκαν από την αρχή του χρόνου. Και η ζήτηση αυτή, δεν συνάντησε προσφορά μέσα από το «ταμπλό» και την υπόλοιπη επενδυτική κοινότητα, αλλά από τους μεγαλομετόχους των εταιρειών. Που ήταν είτε ιδιώτες, είτε το ίδιο το κράτος μέσω των ελεγχόμενων από το ευρύτερο Δημόσιο τομέα, πακέτων μετοχών.
Οπότε η ζήτηση για μετοχές που θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει τις τιμές των μετοχών σε αισθητά υψηλότερα επίπεδα, συνάντησε μια επαρκέστατη προσφορά τίτλων σε χαμηλότερα επίπεδα. Σε επίπεδα δηλαδή, που τόσο το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όσο και οι μεγαλομέτοχοι των εταιρειών μεγάλης κεφαλαιοποίησης, είχαν «βγει πωλητές». Με δυο λόγια το 2024, ήταν μια χρονιά κατά την οποία η αγορά λειτούργησε υπό το βάρος των «placements».
Οι 1486,83 μονάδες οι οποίες κατακτήθηκαν με ευκολία στις δυο πρώτες συνεδριάσεις του 2025, έδωσαν ένα μήνυμα αισιοδοξίας στους επενδυτές. Αφού με ένα ακόμα +1%, ο Γενικός Δείκτης θα διασπάσει ανοδικά το επίπεδο το 1500 μονάδων και θα βάλει πλώρη με όρους διαγραμματικής ανάλυσης προς τις 1650 μονάδων, έχοντας ταυτόχρονα εδραιώσει μια ισχυρή στήριξη στις 1458 μονάδες. Οι οποίες μέχρι πρότινος αποτελούσαν σπουδαίο επίπεδο αντίστασης στη ζώνη συσσώρευσης του 2024.
Η άνοδος της Πέμπτης και της Παρασκευής βασίστηκε στις τραπεζικές μετοχές και στις μετοχές της μεγάλης κεφαλαιοποίησης. Παράλληλα είδαμε και επιθετικές κινήσεις στις μετοχές της μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης, στις οποίες οι επενδυτές αναμένουν κινητικότητα και εξελίξεις.
Οι μετοχές των τραπεζών, οι οποίες σύμφωνα με τα σχέδια των διοικήσεων τους, θα προσφέρουν συνολικές μερισματικές αποδόσεις από 25% έως και 30% σε βάθος τριετίας, δεν μπορούν παρά να αποτελούν τον βασικό στόχο των μακροπρόθεσμων επενδυτών. Οι αναλύσεις των υπόλοιπων μετοχών συμπεριλαμβάνουν ενδιαφέροντες όρους, όπως είναι το «growth», τα «stories», τα «discounts» και τα «deals». Όρους που διεγείρουν τη διάθεση για ρίσκο και κερδοσκοπία.
Ασφαλώς η εγχώρια εικόνα θα εξαρτηθεί από τον τρόπο κίνησης της Wall Street που δίνει και το γενικό πρόσταγμα. Ο S&P 500 το τελευταίο τρίμηνο βρίσκεται σε μια ζώνη ανάμεσα στις 5800 και 6099 μονάδων, δίχως να αποκτά την περιζήτητη κατεύθυνση που απαιτεί η συνέχιση ενός bull market ή η εμφάνιση ενός bear market. Τόνο στην αγορά θα προσδώσει και ο χρηματιστηριακός δείκτης DAX, ο οποίος παλινδρομεί ανάμεσα στις 19000 και στις 20500 μονάδες, παρά τις δυσάρεστες εξελίξεις της γερμανικής πραγματικής οικονομίας.
Τα θετικά θεμελιώδη δεδομένα υπάρχουν στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Το ίδιο και οι θετικές προσδοκίες. Μένει να φανεί και η ύπαρξη ενδιαφέροντος από τους ξένους επενδυτές. Διότι οι εγχώριες επενδυτικές δυνάμεις δεν αρκούν, όπως φάνηκε το 2024. Όπου οι συνολικές εισροές στα μετοχικά αμοιβαία εσωτερικού έμειναν στο χαμηλό επίπεδ0 των 11,7 εκατ. ευρώ, την ίδια στιγμή που οι Έλληνες επενδυτές προτίμησαν να επενδύσουν σε μετοχικά αμοιβαία που επενδύουν στο εξωτερικό. Mε πιο ηχηρό παράδειγμα αυτό των αμοιβαίων κεφαλαίων που επενδύουν στη Wall Street, στα οποία καταγράφηκαν εισροές 10,77 εκατ. ευρώ από εγχώριους επενδυτές.