Παρά το πολύ ενθαρρυντικό ξεκίνημα που έκανε η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά την Δευτέρα, καθώς μάζεψε γρήγορα τις απώλειες που προκάλεσε το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και έκλεισε σε καθαρά θετικό έδαφος, η συνέχεια μέσα στην εβδομάδα δεν είναι ανάλογη.
Το θετικό ξεκίνημα της Τρίτης έδωσε την θέση του σε αρνητικό γύρισμα, η αρχική άνοδος της Τετάρτης ξεφούσκωσε, ενώ η χθεσινή συνεδρίαση ήταν καθαρά αρνητική από το ξεκίνημα και το κλείσιμο της βρήκε τον Γενικό Δείκτη στις 1.438.44 μονάδες, δηλαδή σχεδόν στο χαμηλότερο σημείο της τρέχουσας εβδομάδας και κάτω από το χαμηλότερο σημείο του αρνητικού ξεκινήματος της συνεδρίασης της Δευτέρας.
Είναι ξεκάθαρο πως η αγορά μας είναι αδύναμη και, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχει καμία διάθεση να δοκιμάσει τη διάσπαση του επιπέδου των 1.470 περίπου μονάδων που λειτουργεί σαν επίπεδο αντίστασης το τελευταίο δεκαπενθήμερο. Έτσι όπως είναι τα πράγματα, δεν αποκλείεται καθόλου να δοκιμάσουμε και το κάτω όριο των διακυμάνσεων του δεκαπενθήμερου, κοντά στις 1.425 μονάδες του Γενικού Δείκτη, πιθανή διάσπαση του οποίου θα επιβαρύνει περισσότερο το κλίμα στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Οι αρνητικές διαθέσεις των επενδυτών «έκαψαν» και τις σημαντικές αναβαθμίσεις στις τιμές στόχους για τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες ήρθαν μέσα στην εβδομάδα.
Ποιος είναι ο λόγος για την αδυναμία του ελληνικού χρηματιστηρίου να κινηθεί ανοδικά; Πολύ απλά, το πολιτικό ρίσκο που εμφανίστηκε ξαφνικά στη Γαλλία και έχει προκαλέσει κύμα πωλήσεων σε μετοχές και ομόλογα.
Ενώ το συνολικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν προκάλεσε κάποια σημαντική έκπληξη και ανησυχία, η πολύ κακή επίδοση της παράταξης του Γάλλου προέδρου Μακρόν και η πολύ καλή επίδοση της παράταξης της Μαρίν Λεπέν και του «υπαρχηγού» της Ζορντάν Μπαρντελά έκαναν τη ζημιά στις Ευρωαγορές και χάλασαν το κλίμα και στη δική μας.
Η ξαφνική προκήρυξη βουλευτικών εκλογών από τον Εμμανουέλ Μακρόν έφερε ξανά στο προσκήνιο τους φόβους των επενδυτών για την πορεία του δημόσιου χρέους της Γαλλίας, λίγες μόνο μέρες μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Γαλλίας από τον οίκο αξιολόγησης S&P Global.
Ενώ οι επενδυτές είχαν αντιμετωπίσει την υποβάθμιση αυτή με σχετική ψυχραιμία, η κίνηση του Γάλλου προέδρου τους «ανάγκασε» να φοβηθούν και έφερε πωλήσεις στα γαλλικά κρατικά ομόλογα, πράγμα που επισήμανε σε άρθρο του την Τετάρτη ο John Authers του Bloomberg.
Αμέσως μετά την προκήρυξη των εκλογών άρχισαν πωλήσεις γαλλικών κρατικών ομολόγων. Αποτέλεσμα τους ήταν η άνοδος των αποδόσεων των OATS (Obligations assimilables du Tresor) σε σχέση με τα γερμανικά κρατικά ομόλογα, τα Bunds. Η διαφορά των αποδόσεών τους ανέβηκε από τις περίπου 47 μονάδες βάσης (0,47%) προς τις 65 (0,65%) από το πρωί της Δευτέρας μέχρι το μεσημέρι της Τρίτης όταν κυκλοφόρησαν οι, προφανώς ανακριβείς, πληροφορίες περί παραίτησης του Μακρόν.
Ο Authers επισημαίνει πως κατά τη διάρκεια αυτής της αναταραχής που προκάλεσε η σχετική φήμη, τα γαλλικά ομόλογα κινήθηκαν παρόμοια με τα ιταλικά και τα ελληνικά τη στιγμή που τα γερμανικά κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Authers φοβάται πως αυτό είναι ένα μήνυμα για το τι θα ακολουθήσει αν η κατάσταση στη Γαλλία δεν εξομαλυνθεί σύντομα, δηλαδή το «σπάσιμο» του Γαλλο-Γερμανικού άξονα πάνω στον οποίον βασίζεται η οικονομική και πολιτική ισορροπία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Authers δεν είναι ο μόνος που ανησυχεί.
Ο Pierre Briancon και ο George Hay του Reuters Breakingviews εκτιμούν πως ο Γάλλος πρόεδρος παίζει με την φωτιά και φοβούνται πως το μεγάλο «στοίχημα» που έβαλε μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα μία πολιτική και οικονομική αναταραχή διαρκείας στη Γαλλία. Οι δύο αρθρογράφοι πιστεύουν πως οι επενδυτές θα προσπαθήσουν να αποφύγουν τα γαλλικά OATS για αρκετό καιρό, μέχρι να ξεκαθαρίσει κάπως η κατάσταση.
Ο Marcus Ashworth, αρθρογράφος του Bloomberg, φοβάται και αυτός τις συνέπειες που μπορεί να έχει στην πολιτική και οικονομική σταθερότητα της Γαλλίας η ξαφνική και πιθανώς αψυχολόγητη απόφαση του Μακρόν. Θυμίζει μάλιστα πως οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης ανησυχούσαν ήδη για την αδυναμία της γαλλικής κυβέρνησης να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση των μακροπρόθεσμων κινδύνων από τη σημαντική αύξηση του γαλλικού δημόσιου χρέους.
Οι πιέσεις στα γαλλικά OATS δεν σταμάτησαν μετά τη διάψευση των φημών για πιθανή παραίτηση του προέδρου Μακρόν. Χθες Πέμπτη, η διαφορά των αποδόσεων μεταξύ του 10ετούς OAT και του αντίστοιχου δεκαετούς Bund έφθασε στις 69 μονάδες βάσης (0,69%), που είναι η υψηλότερη τα τελευταία επτά χρόνια. Η ένταση των πιέσεων στα γαλλικά ομόλογα αποδίδεται στη δημοσιοποίηση των πρώτων δημοσκοπήσεων, οι οποίες δείχνουν πως το κόμμα της Μαρίν Λεπέν προηγείται με μεγάλη διαφορά από τα υπόλοιπα.
Οι αγορές φοβούνται πως η πιθανή ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μπαρντελά και την παράταξη της Λεπέν θα χειροτερέψει πολύ τα δημόσια οικονομικά της χώρας. Στο Bloomberg διαβάζουμε πως ένα γαλλικό think tank εκτιμά σε ανάλυσή του πως το οικονομικό πρόγραμμα που είχε παρουσιάσει η Μαρίν Λεπέν στις προεδρικές εκλογές του 2022 θα ανέβαζε κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας (εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε πως σύμφωνα με το Bloomberg, αυτό το think tank, το Institut Montaigne, είναι ανεξάρτητο αλλά θεωρείται πως βρίσκεται «κοντά» στον Εμμανουέλ Μακρόν).
Οι κακές επιδόσεις των γαλλικών ομολόγων έπληξαν έντονα τις μετοχές των γαλλικών τραπεζών και η μετοχή της Société Générale (GLE PARIS) πέφτει κατά 12% περίπου από την αρχή της εβδομάδας, ενώ η BNP Paribas (BNP PARIS) κατά 10%. Οι πιέσεις αυτές δεν έχουν περιοριστεί στη Γαλλία και τις τράπεζές της, αφού ακόμα και οι μετοχές των γερμανικών τραπεζών είναι καθαρά πτωτικές από τη Δευτέρα και μετά.
Είναι φανερό πως η αδυναμία του Χρηματιστηρίου Αθηνών να κινηθεί ανοδικά οφείλεται κυρίως σε εξωτερικούς παράγοντες και συγκεκριμένα (όπως έχει γραφτεί στον διεθνή Τύπο με αναφορά σε μία γνωστή παλιά κινηματογραφική ταινία) στο French Connection. Είναι πολύ δύσκολο να κινηθούμε αυτόνομα όσο οι αγορές ασχολούνται καθημερινά με το τι θα γίνει στην Γαλλία και προβάλλουν τους φόβους τους και στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Παρόλα αυτά όμως, πρέπει να επισημάνουμε κάτι που μας έκανε αρκετή εντύπωση. Σε χθεσινό άρθρο του Breakingviews του Reuters, ο Liam Proud έκανε μία σύγκριση ανάμεσα στις τράπεζες της καρδιάς της Ευρωζώνης, δηλαδή κυρίως τις γαλλικές, τις γερμανικές και ολλανδικές και αυτές της περιφέρειας, δηλαδή των κρατών μελών που είχαν αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα πριν μία δεκαετία.
Ο αρθρογράφος επισημαίνει πως αυτή την περίοδο οι αγορές δείχνουν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις τράπεζες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (ελληνικές, ισπανικές, ιταλικές και ιρλανδικές). Αυτό, κατά την άποψή του, συμβαίνει γιατί το πολιτικό ρίσκο είναι μεγαλύτερο στην καρδιά της Ευρωζώνης, γιατί οι τράπεζες της περιφέρειας δουλεύουν πιο αποτελεσματικά και γιατί η ανάπτυξη στις χώρες τους είναι πολύ πιο ισχυρή από αυτήν στις χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης.
Αυτό μας λέει πως καθώς οι αγορές θα συνηθίζουν με την ιδέα των κινδύνων που έφερε η αιφνιδιαστική απόφαση του Γάλλου προέδρου, οι επενδυτές σταδιακά θα αντιληφθούν πως δεν έχουν ιδιαίτερο λόγο να χτυπούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, τις ελληνικές τράπεζες και τις υπόλοιπες ελληνικές μετοχές.
Δεν είναι εύκολο να πούμε πότε θα γίνει αυτό, ούτε υποστηρίζουμε πως το Χρηματιστήριο Αθηνών θα αντισταθεί εύκολα στις εισαγόμενες πιέσεις αν μεγαλώσει το γαλλικό πολιτικό ρίσκο. Απλώς υποθέτουμε πως όταν τα πράγματα αρχίσουν να εξομαλύνονται, οι αγοραστές θα επιστρέψουν χωρίς ιδιαίτερους δισταγμούς στο Χρηματιστήριο Αθηνών.