Τι σηματοδοτεί η κατάκτηση του «κάστρου» των 1.500 μονάδων
Shutterstock
Shutterstock
Χρηματιστήριο Αθηνών

Τι σηματοδοτεί η κατάκτηση του «κάστρου» των 1.500 μονάδων

Περίπου 7,5 μήνες χρειάστηκαν για να ξανά φτάσει το ελληνικό χρηματιστήριο στα υψηλά που είχε επιτύχει τον περασμένο Μάιο. Αιφνιδιάζοντας ίσως όσους δεν είχαν δώσει την απαραίτητη προσοχή στην κίνηση της αγοράς τις προηγούμενες ημέρες, η αγορά συνέχισε την Τρίτη την ανοδική κίνηση που ξεκίνησε από την πρώτη συνεδρίαση μετά τα Χριστούγεννα.

Χωρίς ακρότητες και άκρατο ενθουσιασμό, οι περισσότερες μεγάλες μετοχές κινήθηκαν σταθερά ανοδικά από την αρχή μέχρι το τέλος της συνεδρίασης. Κινητήρια δύναμη της αγοράς ήταν για μία ακόμα φορά ο τραπεζικός κλάδος, με τις τέσσερις συστημικές να κινούνται όλες με άνοδο άνω του 2% και τις τρεις από αυτές με άνοδο μεγαλύτερη του 3%.

Καθώς η ανάκαμψη του τραπεζικού κλάδου τα τελευταία χρόνια έχει δώσει και πάλι στις τράπεζες το μεγαλύτερο (με σημαντική διαφορά) βάρος στους βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, έχουμε επιστρέψει και πάλι, ύστερα από πολλά χρόνια, σε μία κατάσταση όπου η πορεία των τραπεζικών μετοχών δίνει τον τόνο στην αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Αυτό δεν σημαίνει όμως πως η Τρίτη, κατά την οποία σημειώθηκε η υψηλότερη τιμή του Γενικού Δείκτη από τις αρχές του 2011, ήταν καλή μόνο για τις τράπεζες. Η συνεδρίαση ήταν σαφώς ανοδική, καθώς η αναλογία ανοδικών προς πτωτικές μετοχές ήταν 2 προς 1, ενώ και η συναλλακτική δραστηριότητα ήταν πολύ καλή, και σε επίπεδο όγκου και σε επίπεδο αξίας συναλλαγών. Το γεγονός πως η τιμή του Γενικού Δείκτη στο κλείσιμο (1.506,61 μονάδες) ήταν πολύ κοντά στο υψηλό της ημέρας (1.506,93), αποτελεί ένα ενθαρρυντικό σημάδι, καθώς φαίνεται πως δεν έχει εξαντληθεί η ανοδική ορμή της αγοράς.

Αφού μέσα σε λίγες μέρες κατάφερε να γίνει αυτό που επί επτά και πλέον μήνες φαινόταν αδύνατον, προκύπτουν δύο λογικά ερωτήματα: Για ποιον λόγο έγινε η τόσο γρήγορη και εύκολη διάσπαση των υψηλών του περασμένου Μαΐου και τι πρέπει να περιμένουμε από εδώ και μετά για το ελληνικό χρηματιστήριο.

Οι απαντήσεις σε αυτές τις δύο ερωτήσεις είναι προφανώς συνδεδεμένες μεταξύ τους, αλλά δεν θα τις μάθουμε αμέσως. Θα πρέπει να περάσουν πρώτα μερικές ημέρες για να φανεί αν η διάσπαση των προηγούμενων υψηλών θα συνιστά και κατάληψη του απόρθητου για μερικούς μήνες κάστρου των 1.500 μονάδων του Γενικού Δείκτη.

Αν μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες (το χρονικό αυτό διάστημα είναι προφανώς ενδεικτικό) δούμε τον Γ.Δ. να μένει πάνω από τις 1.500 μονάδες, θα πρόκειται για μία ισχυρή ένδειξη πως είμαστε έτοιμοι για κάτι περισσότερο και πως η πιθανότητα να μην έχουμε ξεφύγει από την παλινδρομική κίνηση των τελευταίων μηνών είναι μικρή.

Όπως βλέπουμε τα πράγματα αυτή τη στιγμή, και με την προϋπόθεση της διατήρησης του γενικά καλού διεθνούς χρηματιστηριακού κλίματος, το παραπάνω ενδεχόμενο είναι αρκετά πιθανό. Τους προηγούμενους μήνες έχουμε αναφέρει αρκετές φορές πως τα θεμελιώδη στοιχεία των περισσότερων μεγάλων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο ελληνικό χρηματιστήριο δικαιολογούν αρκετά υψηλότερες τιμές. Αυτό δεν αποτελεί δική μας αυθαίρετη εκτίμηση αλλά βασίζεται στις εκθέσεις των πιστοποιημένων Ελλήνων και διεθνών χρηματιστηριακών αναλυτών.

Το ερώτημα που έχει απασχολήσει το επενδυτικό κοινό αυτούς τους μήνες ήταν το γιατί η πορεία των μετοχών δεν ακολουθούσε τις εκτιμήσεις των καθ’ ύλην αρμοδίων. Υπήρχαν αρκετές εξηγήσεις για αυτό, με πιο πειστική απ’ όλες το μεγάλο βάρος που έπεσε πάνω στη χρηματιστηριακή αγορά από τις μαζικές πωλήσεις μετοχών από βασικούς μετόχους, από το τέλος του 2023 μέχρι τον Οκτώβριο του 2024.

Αρνητικό ρόλο είχαν παίξει και οι κυβερνητικές αποφάσεις για επιβολή έκτακτης φορολογίας πάνω στα «υπερκέρδη» ορισμένων εταιρειών από συγκεκριμένους κλάδους, όπως και οι ανησυχίες για τυχόν επιβολή παρόμοιας φορολόγησης στον τραπεζικό κλάδο. Όπως ξέρουμε όμως, ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα. Καθώς είναι φανερό πως δεν υπάρχει σημαντική πιθανότητα για άμεση επανάληψη αυτών των μαζικών πωλήσεων και η επενδυτική κοινότητα φαίνεται να αφήνει πίσω της και το «σοκ» της υπόθεσης των «υπερκερδών», είναι πολύ λογικό να δούμε τα θεμελιώδη οικονομικά και επιχειρηματικά στοιχεία των εισηγμένων εταιρειών να επιστρέφουν στο προσκήνιο και να αρχίσουν να επηρεάζουν και πάλι τις επενδυτικές αποφάσεις.

Αν έχουμε δίκιο σε αυτή την εκτίμηση, πρέπει να επισημάνουμε πως έρχεται σε μία αρκετά κατάλληλη στιγμή, καθώς οι διεθνείς αλλά και εγχώριοι θεσμικοί επενδυτές πολύ συχνά προχωρούν σε νέες τοποθετήσεις στα χρηματιστήρια με την έναρξη του νέου ημερολογιακού έτους. Εφόσον τα πράγματα έχουν έτσι, η εκδήλωση νέου και σοβαρού αγοραστικού ενδιαφέροντος για τις ελληνικές μετοχές μπορεί να βοηθηθεί και από το γεγονός πως στο δεύτερο μισό του 2024 η χρηματιστηριακή μας αγορά δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στο σχεδόν πανηγυρικό ανοδικό κλίμα των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών, ειδικά από τον Σεπτέμβριο και μετά.

Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην πως θα μπορέσουμε κάποια στιγμή να μπούμε και εμείς σε αυτό το κλίμα, καθώς δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως θα κρατήσει για πολύ ακόμα, ειδικά καθώς κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το ποια θα είναι η οικονομική (και όχι μόνο) πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θα αναλάβει στις 20 Ιανουαρίου τα καθήκοντά του.

Κρατώντας όμως στην άκρη, προς το παρόν, τις επιφυλάξεις μας σχετικά με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, είναι αλήθεια πως αυτή τη στιγμή η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά δίνει μία θετική εικόνα και δημιουργεί την εντύπωση πως η ταλαιπωρία που ξεκίνησε τον προηγούμενο Μάιο φτάνει στο τέλος της. Νωρίτερα είπαμε πως μέσα στις επόμενες λίγες χρηματιστηριακές συνεδριάσεις θα φανεί αν πραγματικά μπορούμε να ξεχάσουμε τα «βάσανα» του δεύτερου μισού του 2024 και αν μπορούμε να κοιτάξουμε μπροστά.

Αν η απάντηση είναι θετική, τότε δεν πρέπει να εκπλαγούμε αν ο Γενικός Δείκτης καταφέρει να απομακρυνθεί γρήγορα από το επίπεδο των 1.500 μονάδων και «αναγκάσει» πολλούς δύσπιστους επενδυτές να αυξήσουν και πάλι τις τοποθετήσεις τους στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Αν είναι αρνητική, θα πρέπει να κάνουμε λίγη ακόμα υπομονή. Πιθανολογούμε πως το θετικό σενάριο υπερισχύει αυτή τη στιγμή του αρνητικού, με βάση τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, αλλά δεν ξεχνάμε πως η απάντηση δε θα αργήσει να μας δοθεί από την ίδια την αγορά.