Κατεβαίνοντας χθες στο γραφείο με ταξί, άκουσα δυο ραδιοφωνικά διαφημιστικά μηνύματα, που κατέγραφαν με απόλυτη ακρίβεια και ρεαλισμό το σημείο στο οποίο βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία. Καθώς και το περιβάλλον της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της απασχόλησης. Και η επίγευση που άφησαν, ήταν ταυτόχρονα γλυκιά και πικρή. Ενθαρρυντική και απογοητευτική.
Διότι από μια πλευρά πιστοποιείται η ανάπτυξη της οικονομίας και από την άλλη αναδεικνύεται το πρόβλημα της απουσίας εξειδικευμένου προσωπικού και το πρόβλημα της μη διασύνδεσης της πραγματικής οικονομίας με το εκπαιδευτικό σύστημα.
Στο πρώτο διαφημιστικό μήνυμα, μια πολυεθνική εταιρεία στο χώρο των τροφίμων ανακοίνωνε πως ενδιαφερόταν να προσλάβει εξειδικευμένους εργαζόμενους για να καλύψει θέσεις απασχόλησης στις παραγωγικές της μονάδες και στους χώρους αποθήκευσης.
Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε πως οι αγγελίες για προσλήψεις που για χρόνια φιλοξενούνταν στον έντυπο τύπο, έχουν περάσει στο διαδίκτυο και στις ιστοσελίδες των εταιρειών που αναζητούν εργαζόμενους, των εταιρειών που εξειδικεύονται στον χώρο των υπηρεσιών αξιοποίησης ανθρώπινου δυναμικού καθώς και στα ψηφιακά μέσα επαγγελματικής δικτύωσης όπως για παράδειγμα είναι το LinkedIn. Όμως σήμερα όπως φαίνεται στα φαρέτρα των όπλων που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις για να προσελκύουν νέους εργαζόμενους, εντάσσεται και η επικοινωνία μέσω ραδιοφωνικών διαφημίσεων, αφού οι αγγελίες δεν έχουν φέρει αποτελέσματα.
Συμπέρασμα πρώτο: Η συγκεκριμένη πολυεθνική εταιρεία αναπτύσσεται ακολουθώντας το μοτίβο του συνόλου της πραγματικής οικονομίας. Στο δρόμο της μεγέθυνσης της, απαιτείται η πρόληψη εξειδικευμένου και όχι ανειδίκευτου προσωπικού. Κάτι που σημαίνει πως η επιχείρηση αναπτύσσεται μέσω επενδύσεων στο χώρο της παραγωγικής αλυσίδας και των αποθηκευτικών διαδικασιών. Διότι η είσοδος αυτοματισμών και μηχανημάτων, απαιτεί κεφάλαια. Ταυτόχρονα οι αυτοματισμοί και τα νέα μηχανήματα απαιτούν εξειδικευμένους, εκπαιδευμένους και έμπειρους χειριστές.
Συμπέρασμα δεύτερο: Δεν υπάρχει διαθέσιμο εξειδικευμένο προσωπικό. Διότι αν υπήρχε, οι θέσεις θα είχαν καλυφθεί «με το καλημέρα», αφού οι δείκτες της ανεργίας παρ’ όλο που έχουν υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, παραμένουν πέριξ του 10%. Επομένως, υπάρχει ένα σημαντικό κενό ανάμεσα στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων και στα προσόντα και στις δυνατότητες που διαθέτουν οι άνεργοι ή οι εργαζόμενοι που θα ήθελαν να αλλάξουν εργασία. Και εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος του κράτους που θα πρέπει να καλύψει αυτό ακριβώς το κενό. Με την υιοθέτηση ειδικών εκπαιδευτικών διαδικασιών, με την προσφορά μαθημάτων για την απόκτηση νέων δεξιοτήτων από την πλευρά των ανέργων και με την ανάπτυξη προγραμμάτων δια βίου μάθησης.
Η δεύτερη διαφήμιση αφορούσε την «ημέρα καριέρας» που οργάνωνε ένας κρατικός φορέας, για να έρθουν οι νέοι σε επαφή με επιχειρήσεις και να γνωρίσουν από κοντά, τους ορίζοντες που τους ανοίγονται, τις ευκαιρίες που τους προσφέρονται, αλλά και τα προσόντα, τις σπουδές, τις δεξιότητες και τα ταλέντα που αναζητούν οι επιχειρήσεις. Μέσα από τέτοιου είδους διαδικασίες οι νέοι, έρχονται σε επαφή με την πραγματική οικονομία, τις απαιτήσεις της και τις προοπτικές της. Ανακαλύπτουν τους κλάδους στους οποίους καταγράφεται ζήτηση, τους κλάδους που ταιριάζουν στις σπουδές τους, στην ιδιοσυγκρασία τους και στις επιθυμίες τους. Ταυτόχρονα στις ημέρες καριέρας πολλοί νέοι συνειδητοποιούν πως πρέπει να προβούν σε μια ριζική αλλαγή στις σπουδές τους, στα μεταπτυχιακά τους και στην εξειδίκευση τους.
Το συμπέρασμα είναι, ότι σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά οι σχέσεις ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στους υποψήφιους εργαζόμενους, αποκτούν μια άλλη μορφή, που είναι πιο ουσιαστική.
Αφ’ ενός οι υποψήφιοι έρχονται σε επαφή δια ζώσης με τους ειδικούς των τμημάτων ανθρώπινου δυναμικού και άλλα στελέχη των επιχειρήσεων, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο μια άμεση εικόνα της αγοράς εργασίας. Έτσι μαθαίνουν από τις διαδικασίες των συνεντεύξεων και των επιλογών, μέχρι τις ειδικότητες που έχουν ζήτηση. Με αυτόν τον τρόπο οι νέοι έχουν την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν που βρίσκονται σήμερα, που θέλουν να βρεθούν σε λίγα χρόνια και να αναζητήσουν τον βέλτιστο τρόπο επίτευξης των στόχων τους.
Αφ’ ετέρου οι επιχειρήσεις έχουν την ευκαιρία να πλησιάσουν τους νέους και να τους δείξουν το ανθρώπινο πρόσωπο τους. Διότι δυστυχώς το εκπαιδευτικό σύστημα στη χώρα μας και τα εδραιωμένα ιδεολογικά και κοινωνικά στερεότυπα, παρουσιάζουν μια παντελώς στρεβλή εικόνα της επιχειρηματικότητας και των σχέσεων ανάμεσα σε εργαζόμενους και εργοδότες.
Η επαφή των αποφοίτων των Πανεπιστημίων με την επιχειρηματικότητα, θα τους δώσει τη δυνατότητα να αντιληφθούν τον κύκλο της προσφοράς και της ζήτησης ανθρώπινου δυναμικού και της λειτουργίας των αποδοχών των εργαζομένων, όπως είχαμε αναλύσει στο χθεσινό άρθρο «Πώς ανεβαίνουν οι μισθοί των εργαζομένων;».