Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του τμήματος Στρατηγικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, τα έσοδα της Εθνικής Οικονομίας από τον τουρισμό το 2023 θα φτάσουν τα 21 δισ. ευρώ. Δηλαδή θα ανέλθουν στο 10% του ΑΕΠ. Kαταγράφοντας μια αύξηση της τάξεως του 16% σε σχέση με τα έσοδα ρεκόρ του 2019.
Η αύξηση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική και για δυο επιπλέον λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι, ότι τα στοιχεία του 2022 δεν ήταν συγκυριακά, λόγω του ταξιδιωτικού και τουριστικού ξεσπάσματος αμέσως μετά από την απόσυρση των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας. Και ο δεύτερος λόγος είναι πως οι τουριστικές εισπράξεις ξεπερνούν σε ποσοστιαία άνοδο, τις αντίστοιχες αφίξεις, που είναι αυξημένες κατά 5% έναντι των αφίξεων του 2019, που ήταν έτος ρεκόρ. Κάτι που σημαίνει ότι η δαπάνη ανά επισκέπτη έχει αυξηθεί και αυτή. Και μιλάμε για μια δαπάνη που καταγράφεται. Που μετατρέπεται σε έσοδο. Που με τη σειρά του περνά μέσα από ταμειακές μηχανές και λογιστικά βιβλία, που γίνεται μισθοδοσία, ασφαλιστικές εισφορές, ΦΠΑ και λοιπές φορολογικές υποχρεώσεις.
Ταυτόχρονα η Ελλάδα διατηρεί σταθερό το μερίδιό της στη μεσογειακή τουριστική αγορά που ανέρχεται στο 13%. Αυτό συμβαίνει σε μια στιγμή που η Ισπανία επανακάμπτει, παρουσιάζοντας μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023 συνολικές δαπάνες των ξένων τουριστών αυξημένες κατά 28,3% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, ξεπερνώντας τα 46 δισ. ευρώ. Σε μια στιγμή που ο τουρισμός στην Τουρκία αυξάνεται κατά 20% όσον αφορά τις αφίξεις ξένων τουριστών.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι παρ’ όλο που τα έσοδα από την τουριστική δραστηριότητα κινούνται ικανοποιητικότατα, ο ανταγωνισμός από άλλες μεσογειακές χώρες παραμένει ισχυρός. Και το ερώτημα παραμένει σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος στη χώρα μας. To προϊόν είναι ευαίσθητο. Η ισορροπία είναι εύθραυστη. Αφού λίγο πολύ, όλοι από την εμπειρία μας μπορούμε να διακρίνουμε πως κυρίως στα νησιά, οι υπάρχουσες υποδομές με δυσκολία μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των τουριστών.
Η δημοσιοποίηση του ακτιβισμού που αναπτύχθηκε στην Πάρο για την εν τοις πράγμασι επιχειρηματική καταπάτηση κάποιων παραλιών, ανέδειξε ένα ζήτημα με το οποίο έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι όλοι μας. Εάν μάλιστα επιχειρήσουμε να το προβάλουμε στο ευρύτερο τουριστικό πεδίο, τότε δεν είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε τις νομικές παρεκκλίσεις και τις στρεβλώσεις, που αναπτύσσονται στο χώρο του τουρισμού. Που από Ελντοράντο για όλους, κινδυνεύει να μετατραπεί σε Φαρ Ουέστ για λίγους.
Όταν στις παραλίες δεν μπορούν να τηρηθούν τα πέντε ελεύθερα μέτρα από την ακτή, το 50% της κάλυψης της παραλίας από τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες και η απαγόρευση των μόνιμων εγκαταστάσεων που αντικαθιστούν τις ομπρέλες και μετατρέπουν τις παραλίες του Αιγαίου και του Ιονίου σε σκηνικό αραβικής νύχτας, δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να αντιληφθούμε το τι γίνεται σε περιπτώσεις που οι παρεμβάσεις και τα μεγέθη είναι πολύ μεγαλύτερα.
Διότι αν το κράτος στο οποίο συμπεριλαμβάνω και την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, τις περιφέρειες, τους δήμους, τα λιμενικά ταμεία, την αστυνομία και το λιμενικό σώμα δεν μπορεί να ρυθμίσει, να εποπτεύσει και να επιβάλει το νόμο στη διαχείριση των παραλιών, φανταστείτε το τι συμβαίνει σε μεγαλύτερη κλίμακα σε ξενοδοχειακές μονάδες, οικιστικά συγκροτήματα και σε κεντρικές και κρίσιμες υποδομές.
Και αντί να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα που είναι η ανοργανωσιά, η αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων, η αδιαφάνεια από την πλευρά των αρχών και η αυθαιρεσία από την πλευρά κάποιων επιχειρηματιών, προτιμήσαμε όπως συνήθως να επιλέξουμε την εχθροπάθεια, την τοξικότητα και την αναζήτηση της σύγκρουσης. Αντί να ζητήσουμε αφενός να επιβληθεί ο νόμος και αφετέρου να απλοποιηθούν οι διαδικασίες αδειοδότησης και ελέγχου κατά περίπτωση, κτίσαμε ένα καινούριο κίνημα, σηκώσαμε την παντιέρα της «πετσέτας» ενάντια στον «βιασμό του τοπίου», απαιτώντας «λευτεριά στις παραλίες» και «τουρισμό για το λαό».
Αλήθεια που βρίσκεται αυτή η ανεξάντλητη πηγή του κομματικού φανατισμού και της ιδεοληπτικής εχθροπάθειας που δεν μας επιτρέπουν να αναλύσουμε, να αποφασίσουμε και να εκτελέσουμε κάτι με βάση την απλή κοινή λογική; Γιατί θα πρέπει να ονειρευόμαστε κινήματα και εξεγέρσεις για να πάμε από το σημείο 1, στο σημείο 2 και από εκεί στο σημείο 3; Αντιλαμβανόμαστε όλοι μας, πως το τελευταίο που χρειαζόμαστε τώρα είναι μια κομματική σύρραξη με άξονα τον τουρισμό;