H ανακοίνωση της έναρξης των σεισμικών ερευνών για υδρογονάνθρακες από το «Sanco Swift», για λογαριασμό των ενεργειακών εταιρειών ExxonMobil και Hellenic Energy, ακολουθήθηκε από μια σειρά ποικίλων αντιδράσεων. Οι αντιδράσεις ήταν από πολύ θετικές, μέχρι πολύ αρνητικές, αντανακλώντας για μια ακόμα φορά την ένταση της εγχώριας πολιτικής αντιπαράθεσης που αγκαλιάζει όλα τα θέματα.
Έτσι ακούστηκαν και πάλι οι γνωστές φωνές με τις οικολογικές ανησυχίες, που δεν αναφέρονται μόνο στην πιθανή καταστροφή του περιβάλλοντος στις περιοχές της Δυτικής Κρήτης και της Νότιας Πελοποννήσου, που είναι άκρως τουριστικές περιοχές. Αναφέρονται και στην Ευρωπαϊκή πολιτική της πράσινης μετάβασης και της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.
Οι ίδιες φωνές προσέγγισαν το θέμα και από την οικονομική πλευρά του εστιάζοντας στην απόφαση της ΕΕ να μειώσει την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 15% μέσα στο 2022 και κατά επιπλέον 15% μέσα στο 2023, καθώς και στην προηγούμενη απόσυρση του επενδυτικού ενδιαφέροντος από τον αγωγό East Med πριν από λίγο καιρό.
Και διατυπώνουν τα ακόλουθα ερωτήματα. Γιατί θέτουμε σε κίνδυνο μια από τις βασικότερες πηγές πλούτου της Ελλάδας που είναι ο τουρισμός; Γιατί επενδύουμε στην εξόρυξη φυσικού αερίου, για το οποίο δεν είναι σίγουρο πως θα υπάρχει ζήτηση τα επόμενα χρόνια; Δεν θα ακολουθήσει η Ελλάδα τον δρόμο της ενεργειακής μετάβασης;
Στον αντίποδα, κινούνται οι πανηγυρικές δηλώσεις σύμφωνα με τις οποίες λύνεται άμεσα το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, η οποία αποκτά πλέον ένα άλλο status. Ταυτόχρονα με ιδιαίτερη ευκολία γίνεται αναφορά σε αριθμούς, σε όγκους, ακόμα και σε κέρδη. Κάτι που είναι επισφαλές. Διότι οι τρέχουσες αναφορές αυτές βασίζονται σε στατιστικά μοντέλα και μόνο. Ενώ το πραγματικό μέγεθος των κοιτασμάτων, το κόστος εξόρυξης και τα πιθανολογούμενα κέρδη για το Ελληνικό Δημόσιο, θα είναι αποτέλεσμα των ερευνητικών γεωτρήσεων, του βάθους που βρίσκονται τα κοιτάσματα, του κόστους εξόρυξης και των συνθηκών της αγοράς υδρογονανθράκων. Οτιδήποτε άλλο είναι πρόωρο.
Οπότε η επόμενη ημέρα για την Ελλάδα, δεν είναι αύριο. Τοποθετείται κάπου μέσα στο 2029, καθώς απαιτούνται 1 με 2 έτη σεισμικών ερευνών, 2 έτη διερευνητικών γεωτρήσεων και 2 με 3 έτη για να ξεκινήσει η παραγωγική εξόρυξη και να υπάρχουν πρόσοδοι.
Πρέπει να προχωρήσουν οι διαδικασίες; Ασφαλώς και πρέπει. Οι υδρογονάνθρακες αποδεικνύονται πως είναι «πολύ σκληροί για να πεθάνουν», αφού τα σχέδια για την παγκόσμια πράσινη μετάβαση στηρίζονται πάνω σε ευμετάβλητους παράγοντες και θα αργήσουν.
Μήπως το Ελληνικό Δημόσιο επωμίζεται ένα κόστος και ένα ρίσκο που δεν θα έπρεπε; Όχι. Διότι οι σεισμικές έρευνες δεν χρηματοδοτούνται από τη χώρα μας, αλλά από την ExxonMobil, της οποίας το μέγεθος της επιτρέπει να αναλαμβάνει το συγκεκριμένο ρίσκο ακόμα και της αποτυχημένης προσπάθειας, καθώς έχει ετήσια έσοδα ύψους $403 δισ. Υπερδιπλάσιων δηλαδή του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της Ελλάδας.
Θα είναι συμφέρουσα και κερδοφόρα η εξόρυξη φυσικού αερίου το 2029; Χωρίς να έχουμε πλήρη εικόνα για τις συνθήκες της αγοράς και τη ζήτηση για φυσικό αέριο, είναι σίγουρο πως οι υδρογονάνθρακες θα αποτελούν με βάση τις ενεργειακές εκθέσεις, τις προβλέψεις και αναλύσεις των μεγάλων επενδυτικών οίκων και διεθνών οργανισμών, μια από τις βασικές και σταθεροποιητικές πηγές ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο. Το Ελληνικό Δημόσιο θα εισπράττει προκαθορισμένο ποσοστό επί των κερδών της δραστηριότητας εξόρυξης, που θα περιγράφεται στη σύμβαση με την ExxonMobil. Με δεδομένο το υπόβαθρο, την υποδομή και την προϊστορία του αμερικανικού πετρελαϊκού κολοσσού, οι πιθανότητες να βγει κάτι καλό για το Ελληνικό Δημόσιο είναι υψηλές.
Όσον αφορά τις οικολογικές και περιβαλλοντικές ενστάσεις, θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως η οικονομική βιωσιμότητα μιας χώρας, δεν αντιστρατεύεται το περιβάλλον. Άλλωστε το κλασσικό «όχι» που διατυπώνεται σε κάθε παρέμβαση στο χώρο της παραγωγής ενέργειας, της διαχείρισης απορριμμάτων και της επεξεργασίας αποβλήτων έχει απωλέσει προ πολλού την «προοδευτική χροιά» του και παραπέμπει σε στείρα, εμμονική και ιδεοληπτική άρνηση.