Με τον τίτλο: «νέο επεισόδιο στο σίριαλ της φορολόγησης των υπερκερδών με το ίδιο αποτέλεσμα – μηδέν στο ταμείο», ο γραμματέας του τομέα ενέργειας του ΠΑΣΟΚ, ήρθε να καταγγείλει την κυβέρνηση για το χαμηλό ύψος των λεγόμενων υπερκερδών των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας για την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2021 έως τον Ιούνιο του 2022.
Η αλήθεια είναι ότι ο πήχης των «υπερκερδών» είχε απογειωθεί από τη πρώτη στιγμή από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ που είχε αναφερθεί αυθαίρετα σε 2,2 δισ. ευρώ κέρδη. Με την αρχική έκθεση της η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), που είχε αναλάβει τον υπολογισμό αυτών των υπερκερδών, είχε καταλήξει στο ύψος των 591,5 εκατ. ευρώ.
Και γιατί τον υπολογισμό τον έκανε η ΡΑΕ και όχι το υπουργείο ενέργειας; Διότι η ΡΑΕ είναι η ανεξάρτητη ρυθμιστική και εποπτική αρχή του χώρους της ενέργειας που έχει συσταθεί από το 1999. Σκοπός της είναι η παρακολούθηση και εποπτεία της αγοράς ενέργειας, η χορήγηση αδειών, η λήψη ρυθμιστικών μέτρων για την εύρυθμη λειτουργία των ενεργειακών αγορών, η παρακολούθηση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και φυσικά η προστασία των καταναλωτών. Επομένως είναι απολύτως λογικό οι υπολογισμοί να γίνονται από τη ΡΑΕ, που έχει την πλήρη εικόνα του ενεργειακού οικοσύστηματος της Ελλάδας.
Όταν λοιπόν η ΡΑΕ τον Μάιο του 2022, είχε βγάλει τα προσωρινά στοιχεία και πάλι ο ενεργειακός τομέας του ΠΑΣΟΚ, είχε καταγγείλει την κυβέρνηση πως «βγάζει έξω από το κάδρο όσους υπερκερδοσκοπούν». Και παράλληλα ζητούσε από τη κυβέρνηση να αναλογιστεί «το βαρύ τίμημα της ακρίβειας που έχουν πληρώσει οι πολίτες».
Βέβαια από τα 591,5 εκατ. ευρώ ήταν γνωστό πως θα έπρεπε να αφαιρεθούν τα κόστη από τα σταθερά τιμολόγια που παρέχουν οι εταιρείες σε πολλούς πελάτες τους και οι επιστροφές στις οποίες προβαίνουν από μόνες τους οι εταιρείες προς τους συνεπείς πελάτες τους. Και όλοι γνώριζαν από τότε ότι το τελικό ποσό, θα ήταν αισθητά μικρότερο.
Έτσι, με το που εκδόθηκε το νέο πόρισμα της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας που προσδιορίζει το ποσό στα 373,55 εκατ. ευρώ, η γραμματεία του ΠΑΣΟΚ και πάλι εξερράγη, υποστηρίζοντας πως «όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο μειώνεται το ποσό», πως «εκτός όμως από την νέα απομείωση, δεν μάθαμε πότε ακριβώς θα προχωρήσει η είσπραξη» και πως «η Κυβέρνηση φαίνεται πως δεν βιάζεται, για τους πολίτες όμως, με την ακρίβεια να έχει αφαιμάξει τους προϋπολογισμούς τους, ο χρόνος έχει προ πολλού τελειώσει.»
Αντί όμως το ΠΑΣΟΚ να καταγγέλλει την κυβέρνηση, γιατί «δεν ζητάει τα ρέστα» από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργεια, για τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό και προσδιορισμό των «υπερκερδών»; Διότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ, που χαρακτηρίζεται από ένα εγγενή μαθηματικό και οικονομικό αναλφαβητισμό, από μια χαοτική και διαστρεβλωτική οπτική απέναντι στα ποσοτικοποιημένα δεδομένα και από ένα εύκολο και ρηχό αφορισμό των πάντων. Λόγω της διαφορετικής πολιτικής φυσιογνωμίας του το ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να εκφράσει συγκεκριμένες ενστάσεις στον τρόπο προσδιορισμού των «υπερκερδών».
Γιατί λοιπόν το ΠΑΣΟΚ, δεν αμφισβητεί επισήμως τη μεθοδολογία της ΡΑΕ όπως περιγράφεται στο σχετικό ενημερωτικό σημείωμα της, που αποτελείται από 84 σελίδες ανάλυσης και περιγραφής, που έχει δημοσιοποιηθεί από τον Απρίλιο του 2022;
Γιατί δεν αναφέρει τη διαφωνία του σχετικά με την ανάλυση της κερδοφορίας των καθετοποιημένων εταιριών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης;
Και γιατί δεν αναφέρει τις διαφωνίες του, για τις προτάσεις που υπέβαλε η ΡΑΕ προς τον ACER για τη θέσπιση ενός αντίστοιχου μηχανισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Ας μην μιμείται το ΠΑΣΟΚ τον ΣΥΡΙΖΑ και ας μην τον συναγωνίζεται στον «αγωνιστικό» καιροσκοπισμό του. Ας σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και ας φανεί χρήσιμο. Ας προσδιορίσει τις διαφωνίες του με τους υπολογισμούς της ΡΑΕ και ας ζητήσει επαναπροσδιορισμό των λεγόμενων υπερκερδών, με τη νέα μέθοδο που το ίδιο θα προτείνει. Κι ας αφήσει στην άκρη τη ρηχή, και λαϊκίστικη κριτική. Διότι στο δρόμο για τον λαϊκισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κατακτήσει ήδη την πρώτη θέση προ πολλού.