Η σφραγίδα πιστοποίησης της Fitch είναι η προτελευταία στη μακρά πορεία των αναβαθμίσεων που ξεκίνησε το 2019 και επανέφερε τη χώρα από το καθεστώς της πλήρους οικονομικής ανυποληψίας, στο καθεστώς της αξιοπιστίας όσον αφορά το χρέος της Ελλάδας. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι αυτοί που παρακολουθούν αδιάφοροι τις εξελίξεις και ερωτούν το πότε θα αναβαθμιστεί η ζωή τους.
Στο εξαιρετικό της άρθρο η Μαίρη Βενέτη, μας εξήγησε το τι σημαίνει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα, για τις τράπεζες και το χρηματιστήριο. Όμως απολύτως δικαιολογημένα, αρκετοί πολίτες υποστηρίζουν ότι αυτό είναι κάτι που δεν τους αφορά, αφού δεν έχουν ούτε ομόλογα, αλλά ούτε και τραπεζικές ή άλλες μετοχές στο χαρτοφυλάκιο τους. Αντίθετα, βρίσκονται αντιμέτωποι με πολύ συγκεκριμένα οικονομικά προβλήματα.
Τις ενστάσεις αυτές και τα ερωτήματα των πολιτών, τα εκμεταλλεύεται η αντιπολίτευση, για να υποτιμήσει τις αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας και τις επιτυχίες της κυβερνητικής πολιτικής σε αυτόν τον τομέα. Και μάλιστα προτάσσοντας το «πότε θα δουν τα λεφτά αυτά στην τσέπη τους οι εργαζόμενοι», όχι μόνο διαστρέφουν την οικονομική πραγματικότητα, αλλά συνεχίζουν να υιοθετούν πεπαλαιωμένες πολιτικές, που είχαν οδηγήσει τη χώρα στην πτώχευση.
Ας ξεκαθαρίσουμε ότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν μοιράζουν λεφτά ή δάνεια. Οι οίκοι αξιολόγησης όπως είναι η Fitch, ο S&P και η Moody’s, αξιολογούν τις οικονομίες. Και καταλήγουν στο συμπέρασμα αν μια χώρα είναι αξιόπιστη και ισχυρή ώστε να αποπληρώσει το χρέος της. Οπότε και δίνουν πράσινο φως στους επενδυτές. Άλλες φορές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η οικονομική κατάσταση μιας χώρας, παρουσιάζει αδυναμίες και δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τον δανεισμό της. Οπότε και ανάβουν απαγορευτικό σήμα προς τους επενδυτές.
Μα τι μας λες τώρα; Τόσα χρόνια που είχαμε αναβαθμιστεί δεν δανειζόταν το Ελληνικό Δημόσιο; Δεν εξέδιδε ομόλογα; Θα ρωτούσε κάποιος.
Κατ’ αρχάς τα δύσκολα μνημονιακά χρόνια οι μόνοι που δάνειζαν την Ελλάδα ήταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί. Και οι οποίοι είχαν θέσει αυστηρότατους όρους. Οικονομικούς, δημοσιονομικούς, κανονιστικούς και ρυθμιστικούς όρους. Ακολούθως άρχισαν να μας ξαναδανείζουν οι αγορές, αλλά με πολύ υψηλά επιτόκια. Που οδηγούσαν στην αύξηση των φορολογικών εσόδων που κατευθύνονταν προς τους δανειστές, αντί για να διοχετεύονται σε αποδοτικές επενδύσεις και σε κοινωνικές πολιτικές.
Σήμερα, όσον αφορά τα ομόλογα, η χώρα μας θα δανείζεται με χαμηλότερο κόστος, που σημαίνει ότι μικρότερο κομμάτι των φόρων που καταβάλουν οι Έλληνες, θα κατευθύνεται στην αποπληρωμή τόκων. Οπότε τα ποσά που εξοικονομούνται είτε θα διοχετεύονται αλλού, είτε θα οδηγήσουν σε μείωση της φορολογίας. Και αυτό είναι κάτι που έχει να κάνει ευθέως με τη «τσέπη» των πολιτών από τη μια και με τις υπηρεσίες που παρέχει το κράτος στους πολίτες από την άλλη.
Όσον αφορά τις θετικές επιπτώσεις της επενδυτικής βαθμίδας στις τράπεζες, η αντιπολίτευση λαϊκίζει θέτοντας ερωτήματα του τύπου: Και τι μας ενδιαφέρει αν θα κερδίσουν οι τράπεζες; Αρκετά δεν έχουν κερδίσει μέχρι τώρα οι μέτοχοι των τραπεζών;
Κατ’ αρχάς οι μέτοχοι των τραπεζών έχουν δει τις περιουσίες τους να εξαϋλώνονται και μόλις τα τελευταία έτη να ορθοποδούν. Μάλιστα οι επενδυτές που τοποθετήθηκαν στις τραπεζικές μετοχές κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, δεν έχουν εισπράξει ούτε ένα ευρώ σαν μέρισμα. Και ας φωνασκεί η αντιπολίτευση για υπερκέρδη.
Πάμε να δούμε τώρα τι σημαίνει η επενδυτική βαθμίδα για τις τράπεζες. Όπως ανέφερε με ενδελεχή και επεξηγηματικό τρόπο στο προαναφερθέν άρθρο της η Μαίρη Βενέτη, η μείωση του κόστους δανεισμού των τραπεζών από τις αγορές θα είναι της τάξεως του 30% με 40%. Αυτό σημαίνει ότι το χαμηλότερο κόστος δανεισμού για τις τράπεζες θα στηρίξει τη δυνατότητα τους να χρηματοδοτούν σταδιακά με επίσης χαμηλότερο κόστος τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επεκτείνοντας τα οφέλη της επενδυτικής βαθμίδας σε όλο το εύρος των οικονομικών μονάδων. Αφού η Ελλάδα θα μπορεί να δανειστεί φθηνότερα, το ίδιο θα μπορούν και οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Και το Χρηματιστήριο; Γιατί να χαρούν που θα ανέβει το χρηματιστήριο, όσοι δεν έχουν μετοχές; Κλασσική δήθεν ερώτηση των εκπρόσωπων της αντιπολίτευσης στα τηλεοπτικά πάνελ.
Η εμπιστοσύνη είναι το Α και το Ω στο χώρο των χρηματιστηρίων και των επενδύσεων. Η Fitch λέει στους επενδυτές να εμπιστευτούν την Ελλάδα. Ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα, στην οποία όχι μόνο δεν θα χάσουν τα κεφάλαια τους, αλλά θα κερδίσουν από τους αναπτυξιακούς της ρυθμούς, τη μείωση του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ και από τον μετασχηματισμό της σε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα. Τα κεφάλαια που θα εισρεύσουν στο χρηματιστήριο αλλά και στην πραγματική οικονομία, θα μετατραπούν σε επενδύσεις που με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης.
Πώς έπεσε ο δείκτης ανεργίας από το 19% στο 10%; Με ευχές; Με ένα νόμο και ένα άρθρο; Ή μέσω των επενδύσεων που γίνονται στην πατρίδα μας; Φυσικά το τελευταίο. Έχοντας αφήσει πίσω μας τις χαοτικές περιόδους των μνημονίων και των πειραματισμών Τσίπρα - Καμένου, η χώρα ανακτά σε σταθερό ρυθμό, τη θέση που της ανήκει.
Με το θέμα των μισθών τι γίνεται; Τι λέει η Fitch για τους μισθούς; Ερωτούν με ειρωνικό χαμόγελο οι εργατοπατέρες. Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έρχεται μέσα από δημοσιεύσεις ερευνών και μελετών, μεταξύ των οποίων και του ΚΕΠΕ που εμφανίζουν ότι οι Έλληνες εργάζονται περισσότερο και αμείβονται λιγότερο, σε σχέση με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, διότι η εγχώρια απασχόληση στερείται παραγωγικότητας. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας σε ώρες εργασίας είναι περίπου στο 49% του μέσου όρου της ΕΕ27 και στο 43% του μέσου όρου της ΕΑ19. Και μάλιστα η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας σε απασχολούμενους είναι περίπου στο 61% του μέσου όρου της ΕΕ27 και στο 55% του μέσου όρου της ΕΑ19.
Οι επενδύσεις, το χαμηλό κόστος των χρηματοδοτήσεων και ο ψηφιακός μετασχηματισμός που συντελείται στη χώρα μας θα δώσουν ισχυρή ώθηση στην παραγωγικότητα που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσει απασχόλησης. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος προς την αναβάθμιση του οικονομικού επιπέδου των πολιτών.