Καθώς πλησιάζουμε στην επίσημη τελική ευθεία προς τις εκλογές, το προεκλογικό τοπίο όχι μόνο δεν ξεκαθαρίζει, ώστε η διαφοροποίηση των προγραμμάτων των κομμάτων να γίνεται πιο ορατή, αλλά γίνεται ακόμα πιο τοξικό, θολό και διχαστικό. Αναδύονται συνθήματα και σύμβολα από το παρελθόν, που ουδεμία σχέση έχουν με τα ζητούμενα του 2023.
Έτσι βλέπουμε ψηφοδέλτια να στελεχώνονται με ηθοποιούς και τραγουδιστές που μόλις προχθές απειλούσαν πως «θα φάνε» τους αντιπάλους τους, με «αγωνιστές» με υψωμένες γροθιές και επαναστατικό οίστρο, καθώς και με «περσόνες» των οποίων ο λόγος χαρακτηρίζεται από ρεβανσισμό και εκδικητικότητα.
Λες και βρισκόμαστε στις χρονικές παρυφές του εμφυλίου πολέμου ή της δικτατορίας. Λες και ζούμε μπροστά σε μια προεπαναστατική περίοδο, σε μια βίαιη κοινωνική εξέγερση ή σε μια αιματηρή ανατροπή του πολιτεύματος.
Ο Γιάννης Βαρουφάκης υπόσχεται ιδρώτα, δάκρυα, αίμα και τίποτα λιγότερο απ’ ό,τι απαιτεί η ελευθερία. Ο Νίκος Ανδρουλάκης δηλώνει πως θα αγωνιστεί για να μην αφελληνιστεί η ελληνική οικονομία και μην πέσει σε ξένα χέρια. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι έτοιμος για τη μεγάλη και βαθιά ανατροπή και οι υποψήφιοι του συναγωνίζονται στο ποιος θα υβρίσει περισσότερο τον πρωθυπουργό και ποιος θα πολεμήσει τη χούντα.
Τα ανωτέρω δεν θυμίζουν πως βρισκόμαστε στο 2023. Στην εποχή που η τεχνητή νοημοσύνη ετοιμάζεται να διαταράξει κάθε πτυχή της ζωής μας. Στην εποχή που το ενεργειακό παγκόσμιο μοντέλο ανοίγει νέους δρόμους. Στην εποχή που η παγκοσμιοποίηση κλυδωνίζεται λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων και εξελίξεων. Στην ίδια εποχή που η Ελλάδα δείχνει πρωτοφανή σημάδια αντοχής απέναντι στην κρίση, που αναπτύσσεται με ισχυρότερους ρυθμούς σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, που προσελκύει επενδύσεις ρεκόρ και που δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.
Η αντιπολιτευτική αγωνιστική υπερδιέγερση που προσπαθεί να συγκροτήσει ένα ευρύ συγκρουσιακό μέτωπο, για να υπονομεύσει τα επιτεύγματα της κυβέρνησης στα μάτια των πολιτών, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Κινείται στον άξονα της αντιπολίτευσης των πεζοδρομίων, της αντίδρασης και της καταγγελίας. Και στον άξονα της αμφισβήτησης ακόμα και του αποτελέσματος των επερχόμενων εκλογών.
Η αμφισβήτηση αυτή οικοδομείται εδώ και μήνες με τα Learjet που ταξιδεύουν το Predator στην Αφρική, με τις καταγγελίες για την παρακολούθηση του μισού πληθυσμού της Ελλάδας, με τους Ισραηλινούς πράκτορες, με τις καταγγελίες στο Ευρωκοινοβούλιο, με τις παρεμβάσεις του κύκλου των συνταγματολόγων και με τα συμφέροντα στα οποία ξεπουλιέται η χώρα. Σύμφωνα με το αφήγημα της αντιπολίτευσης, όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα πως η κυβέρνηση δεν θα κάνει καθαρές εκλογές.
Και αφήνει αυτό το αφήγημα να αιωρείται, δίχως να το εξειδικεύει. Ορισμένοι υποψήφιοι βουλευτές αναφέρουν πως το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής είναι καλπονοθευτικό. Άλλοι υποστηρίζουν πως ο πρωθυπουργός θα επιλέξει ημερομηνίες εκλογών που θα συμβάλουν στην αποχή από τις κάλπες. Ουδείς όμως εξηγεί με ποιον ακριβώς τρόπο θα γίνει η νοθεία στις εκλογές που θα αναγκάσει την αντιπολίτευση να αμφισβητήσει και να μην αναγνωρίσει το αποτέλεσμα τους.
Πέραν τούτου η συνθηματολογία σύσσωμης της αντιπολίτευσης προσπαθεί να προσδώσει στις ερχόμενες εκλογές ένα χαρακτήρα Δημοψηφίσματος. Λες και οι πολίτες θα πρέπει να πουν ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ, σε ένα απροσδιόριστο και δυσνόητο ερώτημα, όπως το 2015.
Το ΟΧΙ θα σημάνει σύμφωνα με την αντιπολίτευση ένα τέλος στη χούντα και στο παρακράτος, ένα τέλος στο θάνατο του πολιτισμού και επιστροφή στο αριστερό πρόσημο και στην προοδευτική ανάπτυξη. Το ΟΧΙ θα σημάνει ακόμα τη συσπείρωση του λεγόμενου Προοδευτικού Τόξου με πρωταγωνιστές της επόμενης ημέρας τον Αλέξη Τσίπρα, το Νίκο Ανδρουλάκη, το Γιάννη Βαρουφάκη, τους κομματικούς μηχανισμούς τους, τους εκπρόσωπους του κύκλου των συνταγματολόγων και της μεταπολιτικής, με τη σιωπηρή ανοχή του ΚΚΕ.
Μήπως όμως έφτασε η στιγμή να σοβαρευτούμε; Μήπως οι στιγμές είναι κρίσιμες; Μήπως βρισκόμαστε σε κομβικό σημείο στο οποίο η εφηβική επαναστατική καθήλωση, η επιβεβαίωση του αρχηγικού προφίλ του Αλέξη Τσίπρα και του Νίκου Ανδρουλάκη και η αυτοεπιβεβαίωση των παρηκμασμένων πολιτικών που νομίζουν πως αποτελούν εθνικό κεφάλαιο, αφορά μόνο τους ίδιους και κανένα άλλον; Μήπως έφτασε η στιγμή να συγκριθούν προγράμματα και πολιτικές, πολιτικά πρόσωπα και πολιτικές στρατηγικές;