Τις δυο τελευταίες ημέρες, η επικαιρότητα κυριαρχείται από τη θλιβερή είδηση του θανάτου του Κώστα Σημίτη.
Ο εκλιπών υπήρξε ένας από τους μακροβιότερους πρωθυπουργούς της χώρας και ανάμεσα στα πιο σημαντικά του επιτεύγματα, καταγράφονται η είσοδος της Ελλάδας στην ΟΝΕ και την Ευρωζώνη, η είσοδος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση με άλυτο το Κυπριακό, η σημαντική βελτίωση όλων των οικονομικών δεικτών και η σύγκλιση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, τα μεγάλα εμβληματικά έργα και οι υποδομές για την εξαιρετικά επιτυχημένη Ολυμπιάδα του 2004, πολλές μεταρρυθμίσεις στην Υγεία και την Παιδεία αλλά και η εξάρθρωση της τρομοκρατίας με τη σύλληψη των μελών της 17Ν.
Έφτασε επίσης πολύ κοντά σε μια συμφωνία με την Τουρκία για υπογραφή συνυποσχετικού για παραπομπή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στη Χάγη, πράγμα που όμως δεν είχε δυστυχώς συνέχεια μετά τις εκλογές στην Ελλάδα το 2004 και την αλλαγή κυβέρνησης και πολιτικής.
Επικρίνεται βεβαίως συχνά ο Σημίτης για τους χειρισμούς της κυβέρνησής του στην κρίση των Ιμίων, που κρίνοντας εκ των υστέρων, πράγματι δεν ήταν υποδειγματικοί.
Αλλά για να είμαστε ιστορικά δίκαιοι, η κρίση ξεκίνησε με τον Παπανδρέου πρωθυπουργό και άρρωστο στο Ωνάσειο, γεγονός που δημιούργησε ένα τεράστιο κενό εξουσίας.
Κενό που εκμεταλλεύθηκαν αριστοτεχνικά οι γείτονες και που ο Σημίτης ως φρέσκος τότε πρωθυπουργός, κλήθηκε να διαχειριστεί, ένα περίπου μήνα μετά.
Έπρεπε λοιπόν να πάει τότε σε πόλεμο;
Η μία σχολή σκέψης λέει ανεπιφύλακτα «ναι».
Η άλλη σχολή λέει «όχι».
Σε αντίθεση με την τουρκική, η ελληνική κοινωνία δεν ήταν καθόλου έτοιμη για ένα τέτοιο εγχείρημα και είναι βέβαιο ότι θα πάθαινε σοκ και συλλογική κατάθλιψη στις πρώτες εικόνες φαντάρων που θα γύριζαν πίσω σε φέρετρα τυλιγμένα με την ελληνική σημαία.
Επιπλέον, η χώρα θα έμπαινε σ‘ ένα σπιράλ οπισθοδρόμησης που θα την πήγαινε δεκαετίες πίσω.
Γιατί όπως έλεγε και ο μεγάλος Κωνσταντίνος Καραμανλής, «αν κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία και τον χάσουμε, θα πάμε 100 χρόνια πίσω. Και αν τον κερδίσουμε, θα πάμε 50…»
Οι επικρίσεις δεν είναι λιγότερες και για την υπόθεση Οτσαλάν.
Αλλά για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, πρέπει να πούμε ότι τον Οτσαλάν έφεραν τότε λαθραία στην Ελλάδα, κάποιοι ανισόρροποι «υπερπατριώτες» που τον επισκέπτονταν τακτικά στο Λίβανο και την κοιλάδα Μπεκαα και κατάφεραν να τον πείσουν, αδιαφορώντας αν έτσι έφερναν τη χώρα στα πρόθυρα του πολέμου με την Τουρκία.
Μετά από μια ατυχή περιπλάνηση σε Ιταλία και Λευκορωσία, χώρες που αρνήθηκαν να τον δεχτούν μετά τις ασφυκτικές πιέσεις των Τούρκων, ο Οτσαλάν ξαναγύρισε στην Ελλάδα και φυγαδεύτηκε τελικά στην Κένυα όπου βρήκε άσυλο στην ελληνική πρεσβεία.
Εκεί ήταν θέμα χρόνου να εντοπιστεί από τη Μοσάντ, που σε συνεργασία με τις κενυατικές αρχές οργάνωσε την απαγωγή του και τον παρέδωσε τελικά στην τουρκική ΜΙΤ, καθώς Ισραήλ και Τουρκία είχαν τότε άριστες σχέσεις.
Οι πατριώτες της φακής ας ξαναβάλουν λοιπόν τα ξίφη στα θηκάρια.
Κι ας αφήσουν τον ιστορικό του μέλλοντος να κρίνει ψύχραιμα και νηφάλια.
Χωρίς κραυγές, χωρίς κατάρες και όπως αρμόζει σε μία πολιτισμένη κοινωνία.