Κίνητρα, δηλαδή επιδοτήσεις στην τιμή της ενέργειας, θα περιλαμβάνουν τα «πράσινα» διμερή συμβόλαια μεταξύ παραγωγών ΑΠΕ και βιομηχανιών, καθώς επίσης ενεργοβόρων επιχειρήσεων από το λιανεμπόριο, τον τουρισμό και την εστίαση, προκειμένου αυτές να επιλύσουν τον γόρδιο δεσμό της διασφάλισης χαμηλότερου κόστους ρεύματος, ένα από τα βασικά αντικίνητρα για την ελληνική παραγωγή.
Το νέο μοντέλο των «πράσινων» PPAs, (Power Purchase agreements), που αποτελεί ήδη παγκόσμια τάση, διέπεται από την βασική αρχή, ότι οι παραγωγοί ΑΠΕ θα μπορούν μέσω διαγωνισμών να συνάπτουν συμβόλαια με βιομηχανίες, καθώς επίσης με επιχειρήσεις, των οποίων το ενεργειακό κόστος ξεπερνά το 20% του συνολικού τους κόστους παραγωγής.
Το όφελος για ένα παραγωγό με χαρτοφυλάκιο αιολικών και φωτοβολταϊκών είναι ότι διασφαλίζει σε μακροχρόνια βάση και σε προκαθορισμένη τιμή, αγοραστή για την παραγόμενη ενέργεια των πάρκων του, ενώ από την πλευρά της η βιομηχανία και κάθε άλλη ενεργοβόρο επιχείρηση αποκτά αυτό που έχει μεγαλύτερη ανάγκη, δηλαδή σταθερές και ανταγωνιστικές τιμές προμήθειας.
Σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει ο υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας, η ελληνική πρόταση για τα «πράσινα» PPAs, έχει αποσταλεί εδώ και πάνω από μήνα στις Βρυξέλλες και συγκεκριμένα στην Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, η οποία και θα έχει και τον τελευταίο λόγο. Κι αυτό, καθώς τα όποια κίνητρα τελικά εγκριθούν, θα πρέπει να εναρμονίζονται απαραίτητα με την κοινοτική νομοθεσία για τις περιβαλλοντικές κρατικές ενισχύσεις.
Αν και νωρίς για εκτιμήσεις, αφού το σχέδιο τελεί υπό την έγκριση των κοινοτικών υπηρεσιών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς χρόνου, εκτιμάται ότι το κόστος της ενέργειας που θα μπορεί να προμηθευτεί η βιομηχανία μέσω τέτοιων σχημάτων, θα είναι κάτω των 40 ευρώ / MWh, ενδεχομένως και κοντά στα 35 ευρώ.
Τιμές οι οποίες σε συνδυασμό με τα κίνητρα που θα παρασχεθούν ως κρατικές ενισχύσεις, είναι σε θέση αφενός να διασφαλίσουν ικανοποιητικά περιθώρια κέρδους για τους παραγωγούς, αφετέρου να καλύψουν τις ανάγκες της βιομηχανίας και άλλων ενεργοβόρων επιχειρήσεων σε ανταγωνιστικά επίπεδα και σε βάθος χρόνου, κάτι που εδώ και χρόνια παραμένει το ζητούμενο.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι τιμές των συμβάσεων εμφανίζουν ακόμη μεγάλες μεταξύ τους διαφορές, γεγονός που προφανώς αντανακλά τις ιδιαιτερότητες κάθε μιας από τις χονδρεμπορικές αγορές των «27», το επίπεδο ανταγωνισμού και φυσικά τους διαφορετικούς χρηματοπιστωτικούς κινδύνους. Στην Φινλανδία για παράδειγμα, οι τιμές για αιολικά διαμορφώθηκαν το 4ο τρίμηνο πέρυσι στα 30 ευρώ, αλλά στην Γαλλία έφτασαν έως και τα 90 ευρώ. Στα φωτοβολταϊκά, είδαμε τιμές, από 31 ευρώ /ΜWh στη Δανία, οι οποίες όμως έφτασαν και έως τα 62 ευρώ /ΜWh στην Αυστρία.
Τι προσφέρουν οι «πράσινες» διμερείς συμβάσεις
Τέτοια παραδείγματα περιέργων διακυμάνσεων όσον αφορά τις τιμές υπάρχουν πολλά, ωστόσο κοινός παρονομαστής της νέας αυτής αγοράς των «πράσινων» διμερών συμβολαίων είναι ότι αποτελούν το μέλλον στο χώρο, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την γεωμετρική πρόοδο με την οποία αυξάνονται οι συμβάσεις αυτές παγκοσμίως. Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι για αυτό.
Πρώτον γιατί τα PPAs ενισχύουν την προβλεψιμότητα τόσο των εσόδων του πωλητή, όσο και του ενεργειακού κόστους για τον αγοραστή, περιορίζοντας την έκθεσή τους στις διακυμάνσεις τιμών των αγορών ενέργειας. Δεύτερον γιατί διασφαλίζουν προσιτές τιμές, καθώς αξιοποιούν την ισχυρή πτώση κόστους στις ΑΠΕ. Και τρίτον, γιατί επιτρέπουν στις συμβαλλόμενες εταιρείες να υλοποιήσουν τις περιβαλλοντικές τους δεσμεύσεις για κλιματικά ουδέτερες δραστηριότητες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ευρύ κοινό και τους θεσμικούς επενδυτές, όπως και τα funds που επενδύουν σε αυτές.
Τι θα καλύπτει η επιδότηση της τιμής
Στόχος σήμερα ενός παραγωγού ΑΠΕ, προκειμένου να υπογράψει μακροχρόνιο συμβόλαιο με βιομηχανία για την απορρόφηση της παραγόμενης από αυτόν ενέργειας, είναι να μπορεί να πάρει χρηματοδότηση από τράπεζα για το έργο του. Αλλά ως γνωστόν η καμπύλη της παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ δεν ταιριάζει με την καμπύλη φορτίου της βιομηχανίας. Στην πρώτη περίπτωση, αυτή των ΑΠΕ, η παραγωγή δεν είναι σταθερή μέσα στην διάρκεια της ημέρας, κάτι που ωστόσο είναι απαραίτητο για τις ανάγκες μιας βιομηχανίας.
Στην ουσία, με την επιδότηση της τιμής της ενέργειας, που προβλέπει η ελληνική πρόταση, επιχειρείται να καλυφθεί το κόστος που προκύπτει από τις διαφορετικές αυτές καμπύλες, των έργων ΑΠΕ και της βιομηχανίας. Ακούγεται επίσης ότι ένα από τα σενάρια που εξετάζεται είναι η απαλλαγή των παραγωγών παραγωγή ΑΠΕ από τα κόστη εξισορρόπησης.
Στην νέα αυτή αγορά θα υπάρχει ισότιμη πρόσβαση για όλους, δηλαδή όχι μόνο για την ενεργοβόρο βιομηχανία, αλλά και για τον τουρισμό, την εστίαση, το λιανεμπόριο, εφόσον φυσικά οι επιχειρήσεις αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις. Κι αυτό, καθώς κάθε μέτρο που αφορά κρατική ενίσχυση, όπως το συγκεκριμένο, οφείλει, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, να απευθύνεται σε όλους τους παίκτες.
Ανοδική τάση διεθνώς
Η τρέχουσα δυναμική των «πράσινων» διμερών συμβολαίων δείχνει πολύ μεγάλη. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Pexapark, αναμένεται να υπερβούν φέτος πανευρωπαϊκά τα 10 GW. Η άνοδος της ζήτησης για τέτοιες συμβάσεις συνδέεται ευθέως με την ισχυρή δυναμική των επενδύσεων ΑΠΕ σε πλειάδα χωρών.
Για παράδειγμα στην Γερμανία αυξάνονται τα έργα σε αιολικά και φωτοβολταϊκά που δεν υπόκεινται σε επιδοτήσεις, ενώ εδραιώνεται η ανοδική τάση για τα υπεράκτια αιολικά, όπου οι επενδύσεις το 2020 υπερέβησαν τα 26 δισ. ευρώ.
Στην Ισπανία συνεχίζεται η ισχυρή δυναμική της αγοράς των ΑΠΕ, ενώ σε πλειάδα χωρών αποτελούν πλέον παρελθόν τα παραδοσιακά μοντέλα των παχυλών ενισχύσεων του παρελθόντος, με τις διαγωνιστικές διαδικασίες που τα έχουν αντικαταστήσει να ρίχνουν ολοένα και περισσότερο το κόστος παραγωγής «πράσινης» ενέργειας για τις ώριμες τεχνολογίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι πέρυσι το καλοκαίρι, οι δημοπρασίες στην Πορτογαλία είχαν ως αποτέλεσμα να επιτευχθούν οι χαμηλότερες τιμές παγκοσμίως για φωτοβολταϊκά, ίσες με 11.14 ευρώ/MWh.
Στην ίδια λογική, εντάσσονται και εκτιμήσεις της Aurora Energy Research, σύμφωνα με τις οποίες μέχρι το 2030, τα φωτοβολταϊκά πάρκα που δεν θα υπάγονται σε καθεστώς ενίσχυσης σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Βρετανία, θα παράγουν άνω των 70 TWh ετησίως.
Δείγμα της εξάπλωσης των διμερών συμβολαίων, είναι ότι το 60% της παραπάνω παραγωγής θα διοχετεύεται σε προμηθευτές ρεύματος, ενώ το 40% απευθείας σε εταιρικούς πελάτες.